Friday, February 17, 2012

Further to fall

Πριν λίγες μέρες μου τηλεφώνησε ο αδελφός μου για το reunion που είχε κανονιστεί με φίλους από το σχολείο.Με κάποιον ενθουσιασμό άρχισε να μου αραδιάζει ένα πλήθος ονομάτων,ως επί το πλείστον ξεχασμένων,ενώ ταυτοχρόνως πάσχιζε να ταΐσει το μωρό.
Τα συγκεκριμένα πρόσωπα είχαν ήδη εκφράσει την επιθυμία τους να παραβρεθούν και τώρα περίμενε τη δική μου απάντηση.
Αδυνατώντας να βρω μια πρόχειρη δικαιολογία ώστε να το αποφύγω τεχνηέντως,συμφώνησα να πάω.Η αλήθεια είναι πως δεν είναι του γούστου μου οι επανασυνδέσεις οποιουδήποτε είδους.Συνήθως μου φέρνουν στο νου σκηνές παρμένες από την ελληνική μυθολογία στις οποίες περιγράφεται η κατάβαση στο βασίλειο του κάτω κόσμου και το παράπονο που αναδύεται στις συνομιλίες με τις σκιές των ανθρώπων που τους έτυχε για πάντα το παρελθόν.
Τελικά,όπως ήταν αναμενόμενο,αθέτησα την υπόσχεσή μου.Την προκαθορισμένη ώρα αντί της συγκέντρωσης επέλεξα το άσκοπο σεργιάνι μες στο κρύο αναζητώντας,μάταια όπως απεδείχθη,κάτι να με γλυτώσει από το νταραβέρι της αναπόλησης.Προτού αρχίσουν να με παιδεύουν οι νοερές σκιαγραφήσεις της τωρινής μορφής των παλιών συμμαθητών βάδιζα ήδη στο κέντρο,συντροφιά με τα δαιμόνια στο ρέμα της πόλης.Στην είσοδο του ναού της Καπνικαρέας μού έκανε εντύπωση η εικόνα της Παναγίας με την προσωνυμία "των θλιβομένων η χαρά" .Το θάλπος του ονόματος μού χάρισε πρόσκαιρα παρηγοριά,μια μικρή δόση αντιδότου για τον χρόνο που πλέον παρέρχεται χωρίς να βιώνεται,για την ελπίδα που δύει,για τη μόνιμη αίσθηση ενός σαρκίου που λυγίζει στα μεγάλα και στα μικρά.
Κάπως έτσι η επιστροφή στα περασμένα φαντάζει αναπόφευκτη,τα παλιά προβάλλονται σαν ένα φιλμ αφιερωμένο στη νοσταλγία.Αλλά δεν είναι μόνον αυτό.
Συνεχίζοντας εν τω μεταξύ τη βόλτα μου,βρέθηκα στην Ιερά Οδό,στο ύψος της ερημωμένης Γεωπονικής Σχολής,με τους κατάφυτους κήπους της παραδομένους στη σιωπή.
Η σιγαλιά του δρόμου,λουσμένη στο κυριακάτικο φως,θυμίζοντας μου απόμερα εξοχικά κεντράκια στη μυσταγωγία των οποίων ξεροσταλιάζουν νέοι έρωτες,με έκανε να αφουγκραστώ ξανά,όπως όταν ήμουν παιδί,τη μελωδία του πρωτόγνωρου και να αφήσω πάλι τις εικόνες να μου αποκαλύψουν το κρυμμένο τους νόημα.
Εκείνη τη στιγμή μετάνιωσα που είχα απορρίψει την πρόσκληση για τη συνάντηση.Μπορεί να συνιστά μια απέλπιδα προσπάθεια τεχνητής αναπνοής στην ημιθανή νιότη αλλά συγχρόνως αποτελεί και ένα τυχαίο ξανασμίξιμο διαδρομών που κάποτε χωρίστηκαν,για να συνεχίσουν μοναδικές για τον κάθε έναν από εμάς,αν και κάπως παρόμοιες.
Το επόμενο βράδυ επικοινώνησα με τον αδελφό μου,όχι για να μάθω λεπτομέρειες ή κάτι άλλο σχετικό με τη συγκέντρωση.Του ζήτησα μόνο να πλησιάσει το ακουστικό στην μπέμπα ώστε να ακούσω για λίγο τη φωνή της.Το γέλιο ή το κλάμα της.
Να κλείσω για μια στιγμή τα μάτια μου και να ονειρευτώ.
Να αντικρίσω επιτέλους λίγο μέλλον.

Wednesday, January 26, 2011

Estranha forma de vida

"Τι να σου βάλω να πιεις"; επανέλαβε, εντονότερα αυτή τη φορά, την ερώτησή της, βλέποντάς με να στέκω αφηρημένα και να χαζεύω το κάδρο που δέσποζε στον τοίχο.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα και χωρίς να λάβει κάποια απάντηση επέστρεψε βιαστικά στην κουζίνα, μουρμουρίζοντας μισόλογα, ενώ εγώ συνέχιζα να κοιτάζω μαγνητισμένος την εικόνα ακριβώς όπως καθόμαστε με τις ώρες να ατενίζουμε τη φωτιά που τριζοβολά στο τζάκι.
Μισοάδεια μπουκάλια και λιγοστά κορμιά αφημένα στη σιωπή, βλέμματα απαλλαγμένα από κάθε προσμονή, ψευδείς εντυπώσεις φωταψίας και κατάστικτες σκιάσεις, όλα συγκεντρωμένα σε ένα σύμπαν παραίτησης, ζωγραφισμένο, ωστόσο, με ζεστά και παρήγορα χρώματα. Παρατηρώ γύρω μου το λιτό σαλόνι με τους φίλους, μού φαίνεται πως μοιάζει με το ταπεινό καφενείο που απεικονίζεται στον πίνακα του Van Gogh, ο χώρος του φαντάζει σαν ένα ακόμη δωμάτιο τού μικρού διαμερίσματος, μια επίπλαστη αναπαράσταση της πραγματικότητας που μοιραζόμασταν εκείνη τη στιγμή, η οποία ανίχνευε την ανθρώπινη κατάσταση ίσως με περισσότερη ενάργεια και από την ίδια την πραγματικότητα.
Την υπόμνηση της οποίας,σημειωτέον,προσπαθώ να ξορκίζω στις φιλικές συγκεντρώσεις με ανθρώπους τους οποίους εκτιμώ, με τα απλά παιδιά που συνιστούν το μαλακό υπογάστριο ενός κοινωνικού σώματος που δείχνει να έχει ξεμείνει από μέλλον.
Αν και αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα.
Έπινα μαζί τους ώς αργά, κάπως μουδιασμένος, και ύστερα περιπλανήθηκα μόνος μου στους άδειους δρόμους, περιμένοντας την τρελή βραδιά να με αγγίξει και να αφήσει πάνω μου ένα γλυκό φορτίο σαν το λιποβαρές ίχνος μιας, στεγνωμένης πια, αβέβαιης πινελιάς σε κάποια ημιτελή και ασχημάτιστη ακόμη νωπογραφία.

Wednesday, February 17, 2010

Let us go then,you and I

Δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους,αν όμως τους αφιερώσεις λίγο χρόνο ίσως να μπορείς πιο εύκολα να τους διακρίνεις,βοηθούν άλλωστε και τα σημάδια που τους προδίδουν:το αντιφέγγισμα στο γλαρό βλέμμα,ένα μινόρε στη φωνή όταν μηρυκάζουν την ξένη σοφία και μια αίσθηση του απόμακρου που τους συνοδεύει,είναι συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τα θύματα τού λυρισμού.
Ας μην τους συγχέουμε κακόβουλα με τις αραχνοΰφαντες υπάρξεις που κυκλοφορούν ως αερικά στο δέντρο(της τέχνης),με τα άψυχα κουφάρια που επιπλέουν στη θάλασσα του εξιμπισιονισμού ή με τα αγριόχορτα που φυτρώνουν στους πορφυρούς ροδώνες του εντέχνου και του εναλλακτικού.
Αντιθέτως,είναι άνθρωποι που δεν τους ταιριάζει το δήθεν,μένουν όμως παγιδευμένοι στον κόσμο της ποίησης ,άνθρωποι που τους κουράζει η πραγματικότητα και η διάθεση να προσαρμοσθούν σε αυτή παίρνει τη μορφή της πέτρας που τη λειαίνει αδιάκοπα το ποταμήσιο νερό.
Βιώνουν τον κόσμο σαν παράσταση δράματος,ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί και κομπάρσοι κρίνονται ως εκφραστές μιας ρασιοναλιστικής vulgarité.Οι ίδιοι κυριεύονται από τον ρόλο,λιπαίνουν καθημερινά το διυποκειμενικό τους βάσανο και σιγά σιγά καθίστανται ηδονοβλεψίες των δικών τους στιγμών,αναζητώντας μια κάποια συγκίνηση.
Και αν,ο μη γένοιτο,ορισμένους από αυτούς τους βρει η αρρώστεια σε μια στιγμή της ζωής τους,ίσως μια μέρα,κλείνοντας πίσω τους την πόρτα του θεραπευτή τους με έναν σωρό ιατρικών εξετάσεων υπό μάλης και κρατώντας ως φυλαχτό τα λόγια αισιοδοξίας του γιατρού,να αισθανθούν μια νέα συγκίνηση,ένα πρωτόγνωρο λυρισμό που δεν προέρχεται από την τεατράλε αναπαράσταση μιας άλλης ζωής αλλά από την κραυγαλέα βεβαιότητα τής υπάρχουσας.

Wednesday, February 10, 2010

Ideoteque

Ανήκω κι εγώ στην πολυπληθή κατηγορία των αδυνάμων που τους κατατρύχει διαρκώς η ιδέα.Δεν εννοώ μια συγκεκριμένη εντύπωση που έχουμε αποκομίσει για το ένα ή το άλλο ζήτημα αλλά την ιδέα καθ'εαυτήν,το αιφνίδιο χτύπημα στο παράθυρο της νοητικής μας λειτουργίας από τον κόσμο της μη ύπαρξης.
Η αρχική σύλληψη μιας σκέψης και ο τρόπος που σταδιακά αποκτά μορφή και,αντιθέτως,η καθυστερημένη της άφιξη ή ακόμα χειρότερα η παντελής απουσία της βασανίζουν τους ανθρώπους εκείνους που σαν άλλοι ήρωες του Ντίκενς δέχονται επισκέψεις πνευμάτων.Όχι χριστουγεννιάτικων αλλά καθημερινών,όπως αυτό της κλίμακος,το esprit de l'escalier,τον εκπρόθεσμο δηλαδή ερεθισμό της σκέψης που μας φιλοδωρεί με έωλες απαντήσεις και μεταχρονολογημένες λεκτικές εκδηλώσεις τζάμπα μαγκιάς ή το φάντασμα του Σαλιέρι,τουτέστιν τα ιοβόλα αισθήματα για τις ξένες επινοήσεις,το δημιουργικό τάλαντο και την ευρηματικότητα των άλλων.
Για όλους αυτούς λοιπόν θα ήταν ευχής έργο η ύπαρξη μιας ιδεοθήκης,ενός προηγμένου συστήματος,φανταστικού βεβαίως,ταχύτατης ανάκλησης της ιδέας από τον καθένα και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή όπου μέσω μιας προγραμματισμένης διαδικασίας θα ελαχιστοποιούνταν οι πιθανότητες σφάλματος αναφορικά με την αξιοποίησή τους από τους χρήστες,αφού θα ελέγχονταν αυστηρότερα οι υποκειμενικοί παράγοντες που πιθανώς να υπεισέρχονταν.
Έτσι η στιγμή,σαν ένα κομμάτι αποσπώμενο από την αδιάκοπη ροή του χρόνου και μεγεθυσμένο κάτω από τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες του περιβάλλοντος που την περιγράφουν θα αντιμετωπίζεται εφεξής με δημοσιοϋπαλληλική αδιαφορία ως κάτι αμελητέο,το ίδιο και η ψυχική διάθεση ή η πνευματική κατάσταση του ατόμου.
Ελέω επομένως ενός εικονικού περιβάλλοντος,αναβαπτίζεται η δημοκρατικότητα,η φυσική υπεροχή κλυδωνίζεται ως αξιακό σύστημα και το πιο σημαντικό,οι άνθρωποι καθορίζουν εναργέστερα το μέλλον τους χάρη στις μεστότερες επιλογές τους.
Ορισμένοι συμπαθείς πλατωνιστές πάντως μπορεί να ενοχληθούν από αυτή τη μεταχείριση των ιδεών και να διαμαρτυρηθούν εντόνως,με άμεσο τον κίνδυνο να τους μπαγλαρώση,μαζί με λοιπούς ενδεχόμενους αντιφρονούντες,η αστυνομία του κάρμα.

Monday, January 04, 2010

Πικρή πατρίδα

Βάδιζε σκυφτά μιλώντας μόνος του,τραβώντας τα βλέμματα των περαστικών.Το γεμάτο παράπονο πρόσωπό του στόμωνε το μειδίαμα τους όπως και το φωναχτό παραμιλητό που ανέβαινε σχεδόν τραγουδιστά:"Δεν έκανα ταξίδια μακρινά..."
Οι δανεικοί στίχοι ακούγονταν σαν υπενθύμιση προς τον αποθαρρυμένο εαυτό,ο ίδιος ήταν εκείνη τη στιγμή ομιλητής και συνάμα προσεκτικός ακροατής που παρά τις αντιγνωμίες συμφωνούσαν στην πικρή διαπίστωση:Μια έρημη χώρα είναι η μοναχικότητα,δίχως ταξίδια σε άγνωστους προορισμούς,χωρίς την προσμονή τού διαφορετικού στις σύντομες περιηγήσεις.
Εξακολούθησε να περπατάει,του άρεσε η αίσθηση του κρύου έτσι όπως του πάγωνε το πρόσωπο και τις σκέψεις,όταν έφτασε στη μικρή,άδεια πλατεία με τα χιλιοσκαλισμένα παγκάκια και τα λιγοστά γυμνά δέντρα,κάθισε να κάνει ένα τσιγάρο.Απολαμβάνοντας την ησυχία του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ξανάρχισε το λυπημένο του τραγούδι.
"Ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει..."
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει,αισθάνθηκε ξαφνικά μια ζεστασιά που ήρθε να του θυμίσει ό,τι είχε λησμονηθεί,αυτό που υπήρξε το αληθινό τής ζωής του ταξίδιον.Έκλεισε τα μάτια μήπως μπορέσει να το ξαναζήσει για λίγο στη σκέψη του,περνώντας από γνώριμα μέρη της αγάπης και ψηλαφώντας νοερά τα πρόσωπα εκείνων που τον συντρόφευσαν στη διάρκεια του.
Ένιωσε ευγνωμοσύνη γι'αυτούς και για όλα όσα του δόθηκαν,με τρυφερότητα στοχάστηκε τους άγνωστους οδοιπόρους του βίου που επιδεικνύουν μια άκαρπη επιμονή στη φιλοφροσύνη.
Συνέχισε να κρατάει σφαλιστά τα βλέφαρα του ώστε να παρατείνει την ανάμνηση του ταξιδιού,αιχμαλωτίζοντας,όσο περισσότερο γινόταν,μια καθαρή και αναλλοίωτη εικόνα του,όμως τελικά αυτή κατάφερε να ξεφύγει και να χαθεί,κυλώντας αργά στο μάγουλό του.

Monday, December 28, 2009

Ω! έλατο,ω έλατο...

Αν η ελληνική μυθολογία την προσωποποιούσε σε μια θεότητα,έστω και ήσσονος διαμετρήματος χωρίς βωμούς και ιερά αφιερωμένα σε αυτή,θα της εξασφάλιζε χιλιάδες πιστούς,εν αντιθέσει προς τη χριστιανική ηθική που την πολέμησε κατατάσσοντας την στα αμαρτήματα,γεννώντας με αυτόν τον τρόπο ένα διαρκές αίσθημα ενοχής στους παραβάτες.
Κι όμως,περισσότερο η συμπάθεια ταιριάζει σε όσους ομνύουν στην κενή δόξα,λατρεύοντας τον θεό των ανούσιων πραγμάτων μιας και η ματαιοφροσύνη ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση,θάλποντας την κουφότητα των πόθων μας και παραπλανώντας τη συντομία του βίου μας με ασημαντότητες.
Αλλά και όταν οδηγούμαστε σε πιο ευγενικές εκφάνσεις αυτής της φύσης όπως είναι ο έρωτας και η τέχνη,διαπιστώνουμε ξανά πως μας διακατέχει το επιλήψιμο κυνήγι του θαυμασμού έτσι όπως υποφώσκει στα σουρμελίδικα βλέφαρα ηδυπαθών ερωμένων ή στις στιλβωμένες λέξεις ζηλωτών της γραφής,σαν εκείνους που σαρκάζει ο Κωνσταντίνος Καβάφης:"...σοφισταί,και στιχοπλόκοι,κι άλλοι ματαιόσπουδοι".
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το ότι ακόμα και αυτές τις μέρες των Χριστουγέννων που μας δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψουμε για λίγο στην ταπεινότητα,συλλαμβάνουμε τη ματαιοδοξία μας να αναβοσβήνει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο,φωτίζοντας περιοδικώς έργα και σκέψεις μας.
Σαν έλατο φορτωμένο με αστραφτερά στολίδια και κάθε λογής διακοσμητικά μπιχλιμπίδια,σκεπασμένο από μια χρυσαφένια αχλύ που χαρίζει την πρόσκαιρη λάμψη,συμβάλλει στη γιορτινή ατμόσφαιρα με την πλησιφαή του παραμυθία.
Κρίμα μόνο που κάτω από τα πλουμιστά κλαδιά του δεν υπάρχει κανένα δώρο για να μας δώσει λίγη χαρά.

Sunday, December 20, 2009

Σκυφτός στα καφενεία,στους δρόμους σκεφτικός

Ξαναέβλεπα τις προάλλες τον κλέφτη των ποδηλάτων και στάθηκα σε μια σκηνή,όχι ιδιαιτέρως σημαντική για την πλοκή του έργου,εκεί όπου ένας νέος συμβουλεύεται μια αγύρτισσα για κάποιο ερωτικό του θέμα,έχοντας αδήριτη την ανάγκη των υποτιθέμενων προρρήσεων της.
Η σιμωνία χλευάζεται ακροθιγώς,απεικάζοντας την ευπιστία των απελπισμένων όμως δεν είναι αυτό το στοιχείο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον αλλά η απάντηση που του δίνεται.Σαν μια άλλη Πυθία,χωρίς να του λέει ξεκάθαρα πως δεν υπάρχουν ελπίδες,τον συναινεί να πάψει να τσαπίζει σε άγονο χωράφι και όταν αυτός αποδεικνύεται αμβλύνους,ο χρησμός της αποβάλλει το ένδυμα της ασάφειας για να δηλωθεί απροκάλυπτα πως το πρόβλημα είναι η δυσμορφία του.
"Είσαι άσχημος παιδί μου" του επαναλαμβάνει,αφήνοντάς τον εμβρόντητο,δίνοντας έτσι τη χαριστική βολή στην,κατησχυμμένη πια,εγγενή φιλαυτία.
Συνηθίζουμε να λέμε πως ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται όμως γι' αυτούς που η φύση στάθηκε φειδωλή στα δώρα της μια τέτοια ψύχραιμη αποδοχή της κατάστασης υπονομεύεται από έναν πικρό αυτοσαρκασμό που μυκτηρίζει νυχθημερόν το μαράζι τους-Οι παρασούσουμοι κομπιάζουν στην κριτική του βλέμματος,σκύβουν το κεφάλι για να αποφύγουν τις σιωπηλές βαθμολογήσεις της ωραιότητας,σκέφτονται διαρκώς μια άλλη,πιο δίκαιη,πραγματικότητα όπου τους προσφέρονται απλόχερα τα θέλγητρα του Γανυμήδη.
Ασφαλώς συνιστά μια οχληρή μεμψιμοιρία η καταγγελία της άνισης κατανομής του κάλλους,αν η τελευταία δεν αποτελούσε απλώς την εφελκίδα μιας υποδόριας πληγής που εξελίσσεται σε απόστημα με δυσάρεστα συμπτώματα,καθώς η χρόνια περιφρόνηση τρέφει και συντηρεί τόσο τη χολική διάθεση όσο και την ψευδαίσθηση μιας άλλης ομορφιάς,ψυχικής και πνευματικής.Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο παραπειστικό μιας και οι δυσειδείς δηλώνονται περιέργως ως οι κύριοι εκπρόσωποι μιας συναισθηματικής ειλικρίνειας.Είναι πρωτίστως έντιμοι και φιλαλήθεις,μέσα τους εμφωλεύουν τα πιο λεπτά και ευγενικά αισθήματα.
Και αν,παρ'ελπίδα,κάποιο βράδυ δύο αισθαντικά μάτια προσηλωθούν πάνω τους με λάγνα διάθεση,ανταποκρίνονται με προθυμία στο κάλεσμα,ντύνοντας όμως την πολύφερνη αλήθεια τους με λόγια δάνεια και απατηλά.

Thursday, June 18, 2009

Μπαίνει ένα φως,χρώμα ουίσκυ,απ'τις κουρτίνες

Είναι όμορφα τ'απογεύματα στο πάρκο.Κάθε μέρα κάνω έναν περίπατο εδώ αναζητώντας την ησυχία και τη δροσιά.Είναι αρκετοί οι περίοικοι που έρχονται για να περάσουν ευχάριστα τις ώρες του εσπερινού.Ορισμένοι κάθονται στα λιγοστά παγκάκια που κρύβουν τεχνηέντως οι φυλλωσιές,εντρυφώντας στην ανάγνωση κάποιου βιβλίου.Αυτούς τους τελευταίους δεν τους καταλαβαίνω.
Κανείς στίχος δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πληρότητα που προσφέρει η θέαση της Φύσης,να σε ταξιδέψει,όπως αυτή,τόσο μακριά από τον εαυτό σου.Ας είναι όμως και έτσι,αποτελούν άλλωστε ένα αρμονικό κομμάτι του θερινού σκηνικού μέσα στον κατάφυτο κήπο.
Καθώς επιστρέφω στο σπίτι λίγο πριν το σούρουπο,και πάντα από τον ίδιο δρόμο,μου τραβάει συνεχώς την προσοχή η ίδια εικόνα:Μια γερασμένη κυρία που κάθεται σαν το ξεχασμένο στάχυ στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας,χαζεύοντας την κίνηση στον δρόμο ενώ στο ρικνό της πρόσωπο διαγράφεται ένα παράπονο που μοιάζει παιδικό.
Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τους ηλικιωμένους σαν άχθη αρούρης,η κυρτωμένη τους παρουσία και μόνο εκπέμπει κάτι ενοχλητικό.Ασφαλώς και μερικοί από αυτούς,εφόσον το πορτοφόλι τους το επιτρέπει,θα προσπαθήσουν είτε να παρατείνουν τη νιότη τους είτε να "γυαλίσουν" με τις ευλογίες του Μάρκετινγκ,την ασημένια ηλικία,τοποθετώντας έτσι ένα ξυλαράκι πίσω από την κερκόπορτα του γήρατος.Αλλά και πάλι,μόλις αντικρίσουμε μια συμπεριφορά που δεν προσήκει στην ηλικία τους,αποστρέφουμε το βλέμμα.
Προτού δω τις σκέψεις μου να πνίγονται σε έναν πολιτικά ορθό ανθρωπισμό,με κατέβαλε ο φόβος.Πώς είναι να ζης χωρίς αυταπάτες,να βλέπεις τον μικρόκοσμο μέσα στον οποίο αναπνέεις να συρρικνώνεται διαρκώς,να νιώθεις το μαχαίρι του χρόνου να μπήγεται ολοένα και πιο βαθιά μέσα σου;
Προσπέρασα βιαστικά λιγάκι ντροπιασμένος,ενώ η γερόντισσα με το ευγενικό πρόσωπο έγειρε το κεφάλι της και,μοιάζοντας με φιγούρα του Μανουήλ Πανσέληνου,άρχισε να σιγοτραγουδά στο σύθαμπο.
Τα μάτια της άρχισαν και αυτά τότε να παίρνουν σιγά σιγά το χρώμα του δειλινού.

Friday, April 10, 2009

Άσε το ποτό να μπει

Ξεφυλλίζοντας περιοδικά για την Αθήνα και τις συνήθειές της μπορούμε να ανακαλύψουμε κρυμμένες γωνιές της που μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε και να περιηγηθούμε σε κοσμοβριθή στέκια,εισπνέοντας και πάλι τον αέρα τής συνάφειας.Καθώς τα διαβάζουμε,αποκομίζουμε την εντύπωση πως μια ατέλειωτη γιορτή λαμβάνει χώρα στην πόλη και εμείς,οι τυχεροί αναγνώστες,κρατάμε στα χέρια μας τις πολύτιμες προσκλήσεις.
Μόνο που υπάρχουν και ανθρώπινες μινιατούρες που δεν μετέχουν σε αυτό το διόραμα τής καλοπέρασης.Μοναχικοί,πένητες και αλαφροήσκιωτοι συχνάζουν σε μέρη που δεν αναφέρονται σε κανένα αφιέρωμα.Λόγω κάποιας ψυχικής συγγένειας αλλά και εξαιτίας της οικονομικής μου δυσπραγίας,αφήνω κάποιες φορές τα βήματά μου να με οδηγούν στα στέκια τους.
Ομολογώ πως μου λείπουν τα ποτήρια με το dry martini και το ιρλανδέζικο ουίσκυ πίσω από την τζαμαρία του Au revoir,τα pints τής "Guiness" με θέα την Ακρόπολη και τα καραφάκια στα ουζερί των Εξαρχείων,όμως δεν έχω παράπονο.Εξίσου απολαμβάνω το ποτό μου στα παγκάκια τού σταθμού Λαρίσης,κάτω από εκείνα τα φώτα που θυμίζουν Hopper.
Καθώς μάλιστα ο καιρός ευδιάζει και τα βράδια αρχίζουν να γλυκαίνουν,μου αρέσει να χαζεύω την κίνηση τού κόσμου στην αποβάθρα,προσπαθώντας να νιώσω για λίγο τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους,σαν ένα μικρό παιδί που πασχίζει να κόψει από κλαδί νεραντζιάς ένα λεπτό άνθος για να το μυρίσει όμως το βραχύ κορμάκι του δεν του το επιτρέπει.
Έτσι κι απόψε το βράδυ,επιστρέφοντας στο σπίτι,πέρασα μια βόλτα από εκεί.Ο χρόνος περνάει αργά καθώς περιμένεις τα τρένα,σε αντίθεση με τα αγορασμένα από το περίπτερο κουτάκια της μπίρας που αδειάζουν γρήγορα.Έχει μια ωραία ησυχία,φυσάει λίγο και ο αέρας μυρίζει όμορφα,η σελήνη ανατέλλει αργά,λούζοντας στο μελαγχολικό της φως τις απέναντι πολυκατοικίες.
Το σκηνικό στον σταθμό απαράλλαχτο για δεκαετίες.Το ίδιο παλιό κτήριο,οι ίδιοι ήχοι ανακοινώσεων,ο γνώριμος θόρυβος των συρμών πάνω στις ράγες,η βοή από τους επιβάτες που πάνε και έρχονται.
Ίσως κάποιοι από αυτούς να συγκρατήσουν φευγαλέα την εικόνα ενός loser που,ανάμεσα σε άλλους παρίες,παρακολουθούσε με τρυφερή περιέργεια τις σκηνές αποχαιρετισμού ή ανταμώματος,τις στιγμές ευτυχίας και λύπης,μέχρι να αποχωρήσει από τον σταθμό τρεκλίζοντας,νιώθοντας πως και το δικό του τρένο είχε πια φύγει χωρίς και ο ίδιος να θυμάται πού πηγαίνει.

Saturday, April 04, 2009

Σκυφτοί περάσανε...

Μας θρέφουν οι εμμονές,τόσο εμάς όσο και τον χρόνο,μόνο που ενώ στην πρώτη περίπτωση τα ενοχικά μας σύνδρομα αναζητούν γιατροσόφια για τις αρτηριοσκληρωτικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις,στη δεύτερη,αντιθέτως,επιδαψιλεύουμε ευφημισμούς για οτιδήποτε ανθίσταται στο πέρασμα τού καιρού.Η διάρκεια πιστοποιεί την αξία,αλλά δεν είναι και η μόνη.Ανάλογους τίτλους τιμής απονέμει η πάνδημη αποδοχή.Μύριοι οι κόκκοι άμμου που φτιάχνουν το γυαλί πάνω στο οποίο καθρεφτίζεται η επιτυχία.
Στον επίλογο ενός έργου του Μπαλζάκ,αυτός ο γνώστης της ανθρώπινης κωμωδίας παρομοιάζει την ηρωίδα του με ένα ευγενικό άγαλμα που πέφτει στη θάλασσα για να μείνει στον βυθό της για πάντα αγνοημένο,δίνοντας έτσι λογοτεχνική υπόσταση σε μια κακορίζικη συν
ομοταξία:άνθρωποι που βιώνουν τον κόσμο ως βουβή παράσταση,που δεν θ'ακούσουν κανέναν να τους μνημονεύει στην ευγνωμοσύνη του,άδοξοι ποιητές που γυρεύουν μάταια τον τροβαδούρο της μπαλλάντας τους.
Αναφέρομαι στις πηρομελείς προσπάθειες που δεν πρόφτασαν να πάνε μακριά,
δεν έγιναν μυθιστόρημα αλλά απέμειναν σκόρπιες σημειώσεις σε ένα βιβλίο της ζωής που διαβάζουμε ξανά και ξανά,ως που λείπει το φως.
Η αδύναμή τους τέχνη,όμως,η οποία εκφράζεται μέσω παραμιλητού και ψελλισμών,κάποιες στιγμές παύει να επινοεί το ψέμα και τους απομένει έτσι κάτι αληθινό να διηγηθούν σε εκείνους που τους συνάντησαν,γι' αυτό ας τους ευχηθούμε να συνεχιστεί το παραλήρημά τους,ακόμα και αν δεν αξιώνεται των αλλονών την προσοχή.
Να εξακολουθήσουν να μεταγράφουν με τον τρόπο τους εκείνο το ωραίο λαϊκό:
Μονάχα εσύ μ'απόμεινες/το μόνο στήριγμά μου/τώρα που φεύγεις,πού αλλού/θα βρω παρηγοριά μου,κάνοντάς το να ηχεί σαν ένα τραγούδι που επιλέγεται από την περιορισμένη λίστα ενός πολυκαιρισμένου τζουκ μποξ,για να ακουστεί,για λίγο μόνο,μες στον θόρυβο του μαγαζιού και να υποβάλλει τους ακροατές του στον μελωδικό του καημό.

Friday, March 20, 2009

Πες στη σεροτονίνη,ακόμα την ψάχνω

Υπηρέτες,κάποιοι από εμάς,δύο αφεντάδων-της επιθυμίας και της πραγματικότητας ή του εαυτού μας μέσα στον οποίο κατοικοεδρεύουμε και του κόσμου των άλλων που σφραγίζει το διαβατήριο του ψυχισμού μας,αρεσκόμαστε να φτύνουμε ακόμα και εκεί που πατάμε,κοινώς βογγάμε μέλαινα χολή.
Μια κατάσταση όπου τα νοήματα φτάνουν σε εμάς ως μακρινοί απόηχοι,ξεθωριάζοντας σαν τα χρώματα στο σούρουπο που συγκλίνουν σε ένα μονότονο σταχτί.
Αν επιστρέφω διαρκώς στην ομφαλοσκόπηση ενός μίζερου μικρόκοσμου είναι επειδή οι εξωτερικές συνθήκες επαναλαμβάνονται σαν κακόγουστη φάρσα:οι ολιγάρχες προστάζουν,οι ολίγιστοι "κυβερνούν" ενώ όσοι εμπράκτως αντιστέκονται,αντιμετωπίζονται είτε με βία είτε με τον βιασμό της συνείδησης.
Επομένως θα εξακολουθώ να ανιχνεύω τα ψήγματα της αισιοδοξίας που κρύβουν οι μικρές λεπτομέρειες.Μια αβασίλευτη παιδικότητα στα καθαρά βλέμματα,ένα λυρικό απόγευμα,ένα ξεσηκωτικό τραγούδι όπως το "Love Etc." των Pet Shop Boys που χωρίς να το καταλαβαίνω μου κλείνει τα μάτια και οδηγεί με φυσικότητα μια άναρθρη εσωτερική φωνή σε ένα φωτεινό σύμπαν ήχων και λέξεων.
Η αγάπη είναι μια θνητή απόδειξη αθανασίας,έγραφε ένας αγαπημένος μοναχικός,αναζητώντας έστω και μια αντανάκλαση από το ιλαρόν φως στον σκοτισμένο βίο.Ναι,η ζωή μοιάζει με τα τραγούδια που αυτός άκουγε,τα fados,λύπη και πόνο έχει να μας δώσει μαζί με μια απέλπιδα αναζήτηση νοήματος.
"Σου πρέπει η αγάπη" επιμένουν όμως ρυθμικά να μου θυμίζουν οι Pet Shop Boys και αποφασίζω να υπακούσω προτού νιώσω την φλόγα που τρεμοσβήνει,προτού συνειδητοποιήσω πως δεν είμαι παρά μια αφήγηση,όπως τόσες άλλες,χωρίς ιδιαίτερη μορφή και περιεχόμενο,μια απλή ιστορία που δίνεται με συνοπτικό τρόπο,έχοντας σαν μόνιμη κατάληξη το βουτηγμένο στην προβλεψιμότητα αλλά και την αδιαφορία "και τα λοιπά,και τα λοιπά".

Tuesday, March 10, 2009

Κόμιξ

Υπήρχε ένα ενδεχόμενο,μικρό και μετέωρο, να τον συναντήσω στη διάρκεια του ταξιδιού μας.Οι άνθρωποι συνήθως βρίσκουν τις κατάλληλες λέξεις για να αιτιολογήσουν το αναπάντεχο σμίξιμο δύο ανθρώπων:παιχνίδι της μοίρας,απλή σύμπτωση,διακαής επιθυμία και συνωμοσίες τού σύμπαντος.Εφόσον όλες περιγράφουν παντί τρόπω την πιθανότητα να συμβεί,όδευα εκ προοιμίου στην αποτυχία μιας και ήταν μάλλον αδύνατο να ανταμώσουμε.
Αυτός ερχόταν στην Αθήνα ενώ εγώ επέστρεφα σε μια εποχή διαφορετική,τότε που η στιγμή δεν προσπαθούσε επί ματαίω να βρει τη θέση της στον κόσμο.Όταν έφτασε στον προορισμό του,ήμουν περίπου δέκα,σε μια ηλικία όπου ζούσα μόνο για το ποδόσφαιρο,σε ένα σύμπαν που δεν διέφερε από αυτό του Μπεν Λήπερ,του τερματοφύλακα γιατρού,σε αντίθεση με τον βυρωνικό κόσμο τής Πάττυ,μέσα στον οποίο κατοικούσαν μαζί με τις bibi-bo κούκλες τους οι συμμαθήτριές μου.
Παραδόξως αυτός έμοιαζε να συμφωνεί με εκείνες:Είχε κατέβει στην πρωτεύουσα,δίχως να το σκεφτεί,για ένα κορίτσι.Μπήκε στο λεωφορείο μαζί της μόνο και μόνο για να της μιλήσει.Σε όλη όμως τη διαδρομή δεν έβγαλε άχνα,ανθούσε νωχελικά σε πλαστικά καθίσματα.Δεν είχε άλλους συγγενείς εδώ και έτσι ο δρόμος και η ανάγκη τον έφεραν έξω από την πόρτα μας.
Δεν υπάρχει συνταγογραφία για τον πυρετό στο βλέμμα,μη λυπάσαι,μην κλαις για ό,τι έγινε χθες λέει ένα ωραίο τραγούδι,είναι όμως το μέλλον και το φάσμα τού αοράτου αυτά που σε τσακίζουν.Η μάννα μου κατάλαβε την αγωνία του,τον καθησύχασε και τον συμβούλεψε να καθίσει δίπλα στη νεαρή κοπέλα στο ταξίδι της επιστροφής για να τη γνωρίσει.Ενώ εγώ και ο δίδυμος αδερφός μου βλέπαμε το "Γκαλάκτικα" στην ασπρόμαυρη TV,αυτός έφευγε παίρνοντας μαζί του τα λόγια της.Η ζωή του ήταν για λίγο και πάλι έγχρωμη.
Πέρασε καιρός,η γενιά μου ανδρώθηκε πλέον και παραδόθηκε στη σύγχυση,το κορίτσι της ιστορίας έμεινε τελικά στο πλάι του για πολλά χρόνια,χαρίζοντάς του τέσσερα παιδιά.
Προσφάτως,επισκέφτηκε ξανά τη μικρή μας πόλη,όχι για να διαπιστώσει το τέλος της αλλά για να παραβρεθεί στον γάμο τού αδερφού μου.Τα αντιβιοτικά της συνήθειας τον είχαν θεραπεύσει όπως και τόσους άλλους.Οι οντολογίες του έρωτα και οι αναρίθμητες ερμηνείες της αγάπης ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα της φθοράς,ο ίδιος είχε ριχτεί στο πηγάδι της ποδοσφαιρικής τηλοψίας και του στοιχήματος,κόβοντας στη συνέχεια το σχοινί.
Στη γαμήλια δεξίωση παρακολουθούσε τους νιόπαντρους καθώς χόρευαν,περικυκλωμένοι από άλλα νέα ζευγάρια.Αποτελούσαν άραγε όλοι αυτοί μια προβολή του στο μέλλον,μια νομοτελειακή απεικόνιση ή υπήρχε μέσα τους το σπέρμα της ανατροπής;Θα στοιχημάτιζε με ευχαρίστηση επ'αυτού,αν ήταν καλές οι αποδόσεις.
Αφού εξαντλήσαμε το ευχολόγιο για τη ευτυχία των νεονύμφων,τσουγκρίσαμε για πολλοστή φορά τα ποτήρια μας.Το αλκοόλ μού δώρισε τη φενάκη,τη συμβολική φυγή μου από το τελευταίο,πανομοιότυπο και μελαγχολικό καρέ των ιστοριών του Λούκυ Λουκ ενώ αυτός συνέχιζε να τους κοιτάζει με το μπουχτισμένο,το γεμάτο απάθεια και κυνισμό,βλέμμα του Γκάρφιλντ.

Thursday, February 05, 2009

Memory motel

Σε τηλεοπτικά παραληρήματα και σε κουβέντες που υποκλέπτουμε καθημερινά στο δρόμο,οι μνημονεύσεις δίνουν και παίρνουν.Κάποιες φορές αποσκοπούν στο να εκθειάσουν το κλέος των προγόνων,άλλοτε να πεθυμήσουν την παλιά εποχή με τις μικρές γειτονιές τής πόλης να μοσχοβολούν γιασεμί ενώ από παντού μπορούσε κάποιος να ακούσει τη λατέρνα,τη φτώχεια και το φιλότιμο.Όπως και αν έχει,εντάσσονται σε ένα ανεξάντλητο πλήθος αναφορών που λειτουργεί ως εμβρυουλκός των λησμονημένων.
Σε άλλη περίπτωση διαβάζουμε το σύνθημα "δεν ξεχνώ" που οργισμένα κάποιο χέρι έγραψε στον τοίχο,εκφράζοντας ανωμοτί τη δέσμευσή του πως θα αντισταθεί στη λήθη.Είναι αμφίβολο κατά πόσο οι αξιομνημόνευτες εκδηλώσεις της ζωής και της ιστορίας εγγράφονται δυσεξίτηλα στα κατάστιχα τού νου,σίγουρα όμως σημαδεύονται με ευδιάκριτο τρόπο στα καλαντάρια που ξεφυλλίζουμε:ιωβηλαία παντός πολύτιμου μετάλλου,εορταστικές επέτειοι και ημέρες αφιερωμένες σε οικουμενικές αξίες με άνθη συμβολισμού ραίνουν το συλλογικό πεπρωμένο.
Η αναθηματική αυτή στοιχειοθέτηση προσπαθεί να ανακαλέση στην τάξη τούς επιλήσμονες μιας και η εξασθένηση τού μνημονικού ίχνους συνιστά ρήξη με τις επιταγές της παράδοσης,της ιστορικής γνώσης και της κοινωνικής συμβίωσης.Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις που αναφέραμε στην αρχή που μάλλον αποτελούν λουστράρισμα στην οστεοθήκη τού παρελθόντος,η μνημονική εμπέδωση πανανθρώπινων ιδανικών,που πλέον αποτελούν ζητούμενο,επιτυγχάνεται με τη βάπτιση των ενδείξεων τού ημερολογίου.
Έτσι έχουμε παγκόσμια μέρα για το περιβάλλον,την ειρήνη,τα ανθρώπινα δικαιώματα και για τόσα άλλα σημαντικά,που αν και μοιάζουν με φωτισμένες ταμπέλες σε αδειανό μαγαζί,μας καλούν να κρατήσουμε ενός 24ωρου σιγή σε ένδειξη πένθους,προβληματισμού ή ενσυναίσθησης.
Σαν σποραδικό χτύπημα εργασιακής κάρτας στο αξιακό μας σύστημα μού φαίνονται οι επέτειοι μνήμης,οι ενιαύσιες υπενθυμίσεις,όπως αυτή του έρωτα σε λίγες μέρες,και τα προσκυνήματα σε σελιδοποιημένα λείψανα.
Αν τουλάχιστον καθιέρωναν μια ημέρα για την υποκρισία θα άναβα ένα κεράκι στην ανθρωπότητα.

Sunday, October 05, 2008

Splendor in the grass

Μετά από τους τελευταίους σεισμούς οι ρωγμές στον τοίχο τού σπιτιού του μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο,έγιναν ολόκληρα χάσματα.Έπεσαν και κάτι σοβάδες,ενδεχομένως λοιπόν να κρινόταν ακατάλληλο για κατοίκηση έπειτα από τον έλεγχο των μηχανικών ,όπερ και εγένετο.Ζήτησε τη βοήθειά μου για να καθαρίσουμε την παλιά αποθήκη που είχε αποδειχθεί πιο γερή κατασκευή.Θα έμενε εκεί προσωρινά μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει αφού το γλίσχρο ποσό της αποζημίωσης που του είχε δοθεί ακουγόταν σαν αποτυχημένο ανέκδοτο.
Δέχτηκα να τον συνδράμω χωρίς να συλλογιστώ πως δεν θα ήταν καθόλου εύκολη δουλειά εξαιτίας του μεγάλου χώρου και του πλήθους των
αντικειμένων που είχαν στοιβαχτεί εκεί με τον καιρό.Ανάμεσα σε κιτρινισμένες εφημερίδες και κατασκονισμένα τεύχη του "Μικρού Σερίφη",βρήκαμε κάποιες φωτογραφίες την ύπαρξη των οποίων και ο ίδιος αγνοούσε.Σε αυτές,τραβηγμένες προ εικοσαετίας,πιθανόν στο πρώτο έτος της Φιλοσοφικής,φαινόταν η αγουρωπή μορφή του φίλου μου που σε τίποτα δεν θύμιζε την τωρινή.Απουσίαζε το μονίμως ανήσυχο βλέμμα,η ζωή ήταν φανερό πως δεν τον είχε πιλατέψει ακόμα.
Ξαφνιάστηκε με την υπενθύμιση αυτών των στιγμιοτύπων που έμοιαζαν να υπόσχονται κάτι και στη θέαση προσώπων πάνω στα οποία διαφαινόταν μια απροσδιόριστη ελπίδα.Πολλοί από αυτούς είχαν ξεχαστεί,κάποιοι άλλοι είχαν χαθεί πρόωρα.Την περιέργεια μου κίνησε μια σχισμένη στη μέση φωτογραφία.Στο μισό κομμάτι που είχε διασωθεί απεικονιζόταν αυτός,να πίνει κρασί
σε κάποιο ταβερνάκι και μόλις που διακρινόταν ένα όμορφο γυναικείο χέρι να του χαϊδεύει το πρόσωπο.Δυστυχώς όμως είχε ξεθωριάσει η εικόνα όπως επίσης και η τρυφερότητα που έθαλλε στο λεπτό της άγγιγμα.
Αυτό το περιστατικό συνέβη μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα και τώρα πάει να φθινοπωριάσει.Δεν είναι μόνο ο πόνος στα κόκκαλα,
ένα κατάλοιπο δίτροχων αμαρτιών,που μας επισκέπτεται με τις πρώτες ψιχάλες αλλά και μια συρραφή από περασμένες σκηνές τις οποίες προσπαθούμε να απωθήσουμε από τη μνήμη ή έστω να μετριάσουμε τον απόηχό τους,με το να υποβαθμίζουμε τη σημασία τους ή πιστώνοντάς τις με ευλογοφανείς δικαιολογήσεις.Όπως ακριβώς κάνουμε και με τους τίτλους τέλους αυτών των σκόρπιων πλάνων,τα λόγια δηλαδή που βγήκαν κάποια στιγμή από αγαπημένα χείλη και που έμελλε να επιβεβαιώσουν ό,τι ήταν πια οριστικό και αμετάκλητο,για να μας βυθίσουν,σαν μαγική αρά,στο ψυχικό σκοτάδι.

Και αν κάποιους τους βαραίνει η πίστη στην ευτυχία,αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουν πως ένας μύλος είναι η καρδιά όπου αλέθεται το φρόνημα.Τόσο,ώστε να νιώσουν πως αποτελούν ένα λειψό σύμπλεγμα μέσα σε ένα ματ κόσμο 10x15 εκατοστών,βιώνοντας το μισό σαν όλο,και προσπαθώντας,συνήθως ανεπιτυχώς,να προβάρουν ένα χαμόγελο μπροστά στο φακό.


Για τον Λάμπρο.

Friday, August 29, 2008

Morendo

Σιγά σιγά ερημώνει πάλι το μικρό χωριό,αδειάζουν ξανά οι δρόμοι και τα μαγαζιά.Δεν είναι τόσο ο άνεμος που ψυχραίνει απότομα,ούτε τα οινωπά ξερά φύλλα που αφήνουν ένα μικρό τρίξιμο στο διάβα τους καθώς τα σέρνει ο αέρας αυτά που μας νοτίζουν με τη μελαγχολία τού φθινοπώρου όσο οι άνθρωποι που φεύγουν.
Ελάχιστοι είναι οι εναπομείναντες παραθεριστές όμως κι αυτοί σε λίγο θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής,όχι χωρίς κάποια γκρίνια.
Συγγνωστή,βέβαια,αφού ανάμεσα στις αποσκευές έχουν πακετάρει την ολιγοήμερη φυγή από την εργασιακή ρουτίνα,βάζοντας έτσι τέλος σε μια διαλείπουσα περίοδο ξεγνοιασιάς.
Υπάρχουν ασφαλώς και ορισμένοι που ανυπομονούν να γυρίσουν πίσω:σπουδάρχες που το κόμμα τούς τραβάει από το μανίκι και αυτοί ασμένως θα το συντρέξουν με ανταποδοτικό,ως είθισται,τέλος,εργαζόμενοι που φέρουν έκτυπο το άγχος της απουσίας από τη δουλειά και κυρίως εκείνοι που για μερικές εβδομάδες κουβαλούσαν το αίσθημα ενός επήλυδος,αποκομμένοι απ'τη φιλόστοργη μεγαλούπολη.
Σε αυτή μόνο έχουν μάθει να ανακαλύπτουν και να θαυμάζουν οικεία τοπία,γνώριμες εικόνες που συνθέτουν ένα στέρεο σκηνικό,πίσω απ'το οποίο κρύβονται αποτελεσματικότερα οι φόβοι τους.Μοναχά εκεί δεν αισθάνονται παράταιροι αλλά μικροσκοπικά κομμάτια ενός πελώριου παζλ που απεικονίζει τη ζωή τους,ενώ εδώ στην απλωσιά της υπαίθρου που τώρα απλώς τους παρέχει φιλοξενία,καθώς έχουν απολέσει την επαφή με τη μικρή κοινότητα και λησμονήσει τη χοϊκή τους υπόσταση,αφήνουν το βλέμμα τους να καταγράψει όμορφες τοποθεσίες και "γραφικές" σκηνές μιας ανειμένης καθημερινότητας,όπως ακριβώς θα το έκανε ο φωτογραφικός φακός ενός αλλοδαπού επισκέπτη.
Τώρα λοιπόν που το τέλος του καλοκαιριού τραυματίζει,η πόλη θα τους περιμένει σα μάνα,θα τους αγκαλιάσει σαν αδελφή.
Οι υπόλοιποι που συνεχίζουν να απολαμβάνουν ανέμελα τις διακοπές τους,εξακολουθούν να συνάζονται σε καφενεία και σπίτια,κάτω από κάποια καλαμωτή ή σκιερή κληματαριά.Σαν τρίλιες που σβήνουν ηχούν από μακριά οι κουβέντες και τα γέλια,τα τσουγκρίσματα σιγοντάρουν τη γενική θυμηδία γύρω από τραπέζια που γρήγορα γεμίζουν από μπουκάλια.
Η μπίρα αρχικά δροσίζει τα λαρύγγια και σταδιακά οιστρηλατεί,φωτίζει με περίεργο τρόπο τη συνειδητότητα,διαστέλλει το παρόν.Ο ελάχιστος τώρα χρόνος αφήνει χώρο μόνο για ευχάριστες και ανάλαφρες ιστορίες,σβήνει τα περασμένα και τις έγνοιες για το μέλλον,διαγράφει τα αλλότρια προβλήματα.
"Ξένος πόνος όνειρο" λέει μια δημώδης φράση που έχουν πλέον εγκολπωθεί.
"A thousand dreams that would awake me
Different colors made of tears".
Ούτε οι στίχοι του Venus in Furs θα μπορούσαν να τους τραβήξουν από την κινούμενη άμμο της αδιαφορίας.
Τα ποτήρια ξαναγεμίζουν βιαστικά,το χαροκόπι ανάβει,η μυρωδιά του καλοκαιριού σκορπίζεται στον βραδινό αέρα και μεθάει ακόμη περισσότερο τις συντροφιές.
Όταν σηκώνονται και πηγαίνουν να πλαγιάσουν,συνήθως έξω,σε κάποια αυλή,είναι ήδη αργά.Αποκοιμούνται καθώς το σκοτάδι σκεπάζει τα κορμιά τους.
Πολλές φορές δεν σταματά εκεί,προχωρά κι άλλο,τρυπώνει βαθιά στο δέρμα,
γεμίζει την ψυχή τους.
Η νύχτα έχει πια ανατείλει μέσα τους.

Wednesday, June 18, 2008

Εξιλέωση

Γλυκά είναι ακόμη τα καλοκαιρινά βράδια με το ευεργετικό άρωμα της γαζίας να διακόπτει πρόσκαιρα την ιδιώτευσή μας.Τα χρήματα δεν επαρκούν ούτε για ρεφενέ στον καφενέ οπότε παίρνουμε τους δρόμους προς άγνωστη κατεύθυνση.Χάζι άλλωστε κάνω τις φιλικές παρέες που μαζεύονται στις δροσερές αυλές των λιγοστών μονοκατοικιών σαν κάποιο απροσχεδίαστο γιορτάσι να λαμβάνει χώρα.
Σε έναν από αυτούς τους περιπάτους μου,σουλατσάροντας σ'ένα ήσυχο δρομάκι πάνω από τη Λένορμαν,ακούστηκε φασαρία από κάποιο διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας.Μπερδεμένες φωνές,μια βαριά αντρική και μια γυναικεία που είχε ξεσπάσει σε λυγμούς ήχουσαν σύμμικτα με κρότους από αντικείμενα που σπάνε και άλλους πνιχτούς θορύβους.Σταμάτησα και κοίταξα.Στο χαμηλό μπαλκόνι φάνηκε ένα παιδάκι που άρχισε να τρέχει,όμως οι κιγκλίδες έφραζαν τη φυγή του.Παγωμένο απ'τον φόβο,έχωσε το προσωπάκι του ανάμεσα στα κάγκελα και κοίταζε τον δρόμο.Λίγοι περαστικοί που παρακολουθούσαν και αυτοί με περιέργεια έστερξαν το μικρό αγόρι από αιμάτινη απόσταση.Οι περισσότεροι προσπεράσαμε με διαβαθμισμένη αδιαφορία.
Το παιδί,γονατισμένο πια,άρχισε να κλαίει και περίτρομο άκουγε τις βρισιές και τα χτυπήματα που εντονότερα πλέον έρχονταν από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα.
Αν και καθυστερημένα,σου ζητώ συγγνώμη μικρέ μου που έφυγα έτσι.
Μπορεί ο πατέρας σου κάποτε να βρέθηκε σε παρόμοια θέση με εσένα και ίσως και εσύ να δεις κάποια στιγμή τον γιο σου να φεύγει μακριά για να γλυτώσει απ'την οργή σου,συνειδητοποιώντας πως εμπεριέχεις τον άνθρωπο που τώρα σε εξανάγκασε να τρέξεις.
Εύχομαι να μην του μοιάσεις,όπως και αυτός πιθανώς έμοιασε στον προηγούμενο.
Αλλά μάλλον αυτή την ευχή δεν θα την ακούσεις μιας και δεν αφέθηκε απ'τα χείλη μου.
Όπως ακριβώς η πίστη μιας εν δυνάμει παραλλαγής δεν ξέφυγε απ'τον χονδρόπετσο κυνισμό μου.

Monday, June 16, 2008

Nice guy

Ένιωσα μια δυσεξήγητη συμπάθεια γι'αυτόν,έτσι όπως ένα λεπτό μαράζι κάλυπτε το βλέμμα του.Δεν τον γνώριζα αρκετά,ό,τι ήξερα ήταν η γνώμη των άλλων:"Σπάνια θα τον δεις να χαμογελά.Αυτές όμως τις λίγες φορές το πρόσωπό του το φωτίζει η ευγένεια.Είναι πολύ καλό παιδί", ομολογούσαν ακόμα και στον εαυτό τους.
Ένας άτυπος τίτλος τιμής που απονέμεται κατά βάσιν σε όσους έχουν αφομοιώσει πλήρως τη μετρική της απόρριψης,εμφανίζουν ωστόσο μια αδιόρατη δυσανεξία.
Ακόμα και όταν ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν εγείρει βάσιμες υπόνοιες ευφημισμού,συνιστά ένα φτενό επιχρύσωμα του χαπιού για τους ετερόφωτους.Για εκείνους που,όπως γράφει ο Σαμφόρ,επειδή δεν καθοδηγούνται από τις δικές τους αρχές,αλλά όντας μικρόψυχοι και φυρόμυαλοι αφήνονται να ποδηγετηθούν,δεν θα τους αποκαλέσουν πρωτότυπους ή αδάμαστους,αλλά ως τα "καλύτερα παιδιά".
Αυτό που με ενοχλεί σε αυτή την αδρομερή περιγραφή που ξέπεσε σε λεκτική σύμβαση,είναι ότι,όσο καλοπροαίρετα και αν εκφέρεται,όσο βελούδινο και αν είναι το βλέμμα αυτού που την εκστομίζει,δεν παύει να αντικρίζει τα αντικείμενά της σαν μια αφόρητα γαλήνια λίμνη.Μας θέλγει η εικόνα της όμως διστάζουμε να βουτήξουμε στα μεφιτικά νερά αφού η στασιμότητά τους δεν είναι του γούστου μας.Η μόνη ευχαρίστηση προέρχεται από το τσαλάκωμα της υδάτινης επιφάνειας καθώς παρατηρούμε τους επάλληλους κεντρόφυγους κύκλους που σχηματίζονται από τη ρίψη μικρών λιθαριών στο θολό νερό.
Και όσο για πέτρες η όχθη,άλλο τίποτε.
Ο Σοπενάουερ ισχυριζόταν πως η καλοσύνη της καρδιάς είναι υπερβατική ιδιότητα,ανήκει σε μια τάξη πραγμάτων που υπερβαίνει αυτή τη ζωή,υποκλινόμενος έτσι σε μια ανώτερη ομορφιά.
Ίσως αν το είχε διαβάσει αυτό ο άγνωστός μας φίλος να σταματούσε να ζει πλέον στην ξυνωρίδα μεταξύ ελπίδας και απογοήτευσης.
Και πιθανόν να μη μας γλύκαινε την ψυχή με το αβέβαιό του χαμόγελο.

Tuesday, April 01, 2008

Love is a battlefield

Αν μου το επιτρέψουν οι υποχρεώσεις μου θα μεταβώ στον τόπο καταγωγής μου,το Μεσολόγγι,την Κυριακή των Βαΐων για τις μέρες εορτασμού τής ηρωικής εξόδου.Όχι βέβαια για να ακούσω τους εθνικοπατριωτικούς λήρους των πολιτικάντηδων ή να παρακολουθήσω σε μια αναπαράσταση αμφιβόλου αισθητικής τις δραματικές στιγμές που έζησαν οι γενναίοι υπερασπιστές της πόλης προτού χαθούν μαζί της.
Μου αρκεί να χαζεύω τους λιγοστούς σαλταρισμένους Βρετανούς που μαζεύονται γύρω από τον ανδριάντα του Byron και γερμένοι στα σκαλοπάτια του απαγγέλλουν εκστασιασμένοι στίχους του ποιητή.Ζαλισμένοι από τον ανοιξιάτικο καιρό και το χάδι της ποίησης,αποτελούν για τους λοιπούς επισκέπτες ένα αξιοθέατο,εξίσου γραφικό με την ίδια την πόλη τής λιμνοθάλασσας.
Με φαντάζομαι να υμνώ τον Σολωμό στη μεγάλη πλατεία της Ζακύνθου που φέρει το όνομά του,τραγουδώντας λυπημένα όπως η δύστυχη Μαρία,η τρελή μάνα.Δαγκώνω τα χείλη μου- δεν μου ταιριάζει να εκτίθεμαι σε δημόσια θέα,ούτε είμαι άξιος άλλωστε να δοξολογώ την ποίηση,μόνο για φθηνά στιχάκια ποπ τραγουδιών δύναμαι να γράφω.
Και όμως,πριν από χρόνια σ'εκείνη την πλατεία,μεθυσμένοι,όχι από την Τέχνη,αλλά από μπίρες και μπάφους,περιμένοντας ως τα χαράματα το πλοίο για την Κυλλήνη,ξαπλώναμε ασθμαίνοντες στο κρύο μάρμαρο,φιλώντας τα μπρούντζινα κορμιά ξέστηθων συλφίδων.Ένοχα χαζεύαμε τ'αστέρια που σκορπίζονταν στον σκοτεινό ορίζοντα,όπως τα ξανθά στάχυα λιχνίζονται τον Αλωνάρη.Με το ξημέρωμα φάνηκε το πλοίο ,έσβησε το τρεμουλιαστό φως,μαζί και η λάμψη της τρυφερής σάρκας,δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί.
Τώρα λοιπόν και αυτό το βράδυ,ένας κι εγώ από τους ελεύθερους πολιορκημένους αυτής της μεγαλούπολης,κάθομαι σ'ένα φωτισμένο διαμέρισμα μπροστά στο μαγικό κουτί της γαλαζωπής πραγματικότητας.Το μικρό σαλόνι με τίποτα δεν θυμίζει πλατεία,ούτε και μοιάζει με γλυπτό η υπερυψωμένη παλιά τηλεόραση,η οθόνη τής οποίας προβάλλει ρετρό τραγούδια του '80.
Χωρίς τις λέξεις κάποιου ποιητή,μόνο κοφτά μπιτ περασμένων μελωδιών και λόγια εφηβικής αθωότητας που σαν χαραμάδες αφήνουν να περάσει αδύναμο το μελιχρό φως μιας δεκαετίας που λάτρεψε τα είδωλά της σε ναούς τού κιτς.Σε παρωχημένες εικόνες μιας άλλης εποχής που παρελαύνουν τώρα μπροστά μου,ξεχασμένα πρόσωπα μού θυμίζουν δικές μου αγαπημένες μορφές που τις κατάπιε ο κόσμος κι ο καιρός.
Με θλίβει ό,τι αντικρίζω,συνεχίζω όμως να υψώνω το βλέμμα σε μπερδεμένες τηλεοπτικές εικόνες,είμαι ήδη μεθυσμένος και το μόνο που καταφέρνω να ψελλίσω είναι τα λόγια του δαφνηφόρου Ζακυθινού:τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

Thursday, March 20, 2008

Bonnes vacances!

Σε νυχτοκοπήματα με λοιπούς παρωρίτες,και ενόσω ακολουθούμε τη νεροσυρμή του ποτού σε σπειράλ μνήμες,τυχαίνει καμιά φορά να αναρωτιώμαστε:Πώς αφεθήκαμε να μεταλλαχθούμε βαθμηδόν σε μαζικούς τουρίστες της καθημερινότητας;
Σαν να μετέχουμε σε αυτή έχοντας αγοράσει ένα all inclusive πακέτο ημερησίων εμπειριών με επισκέψεις σε μνημεία ρουτίνας και σε θάλασσες νενομισμένων.Και ενώ αισθανόμαστε τον χρόνο να δραπετεύει,αφανίζουμε τον καιρό μας τραβώντας φωτογραφίες με την κάμερα τής ιδεολογίας ,χωρίς να ξεχνάμε ασφαλώς να ρυθμίζουμε την εστίαση του φακού ανάλογα με τον εγωκεντρισμό μας.
Καθώς απομάθαμε να είμαστε ευγνώμονες για αυτά που μας προσφέρονται απλόχερα,το σαπφείρινο μαβί του ουρανού και το γλυκόπνοο δροσάτο αεράκι,γινόμαστε ξενιστές μιας γκρίνιας εξοντωτικής,ελεεινολογούμε όσους διαφωνούν μαζί μας,με υψωμένο φρύδι κρίνουμε τα αλλότρια,με χαμηλωμένο το φως του δωματίου θέτουμε το τηλεκοντρόλ σε σταθερή τροχιά από την οθόνη μας.
Ακόμα όμως και τα νυχτερινά σκηνικά που αναφέραμε στην αρχή,τα ποτισμένα με νικοτίνη και οινόπνευμα,εντάσσονται στα πλαίσια αυτής της οργανωμένης εκδρομής.Μόνο που εδώ παρουσιάζονται κάποιες ανεπιθύμητες αποκλίσεις.Κανονικά λοιπόν δεν θα έπρεπε να παραπατάμε,προδομένοι από τις αντοχές μας κάθε φορά που θα συναντηθούμε στο σαλούν,δεν αναφέρεται πουθενά στο πρόγραμμα των διακοπών το λύσιμο που μας προκαλεί μια θλιμμένη μελωδία από ακορντεόν,με το μοτίβο της να θυμίζει κυκλικές κινήσεις-ο αργός χορός δύο ερωτευμένων,παιδιά που γελάνε σ'ένα λούνα παρκ,ο ήλιος που ανατέλλει και δύει,η ζωή που περνάει και φεύγει,σαν όνειρο σκληρό.
Ούτε βέβαια περιγραφόταν στο διαφημιστικό φυλλάδιο,αφενός μεν πως θα πλαγιάζουμε την ώρα που χαράζει,οπλισμένοι από ένα παράξενο κουράγιο που έχει βουτηχτεί στη Στύγα τού αλκοόλ,αφετέρου δε πως θα μας πιάνει το παράπονο,
συλλογισμένοι πως ζούμε μονάχα υποδορίως αφού η Πούλια ξημερώνει,μα το φως που δυναμώνει το ακολουθεί ένα "δεν".

Tuesday, March 11, 2008

Unrequited

"Έγειρε το κεφάλι της για να την πλησιάσει.Όμως εκείνος δεν είχε την τόλμη και έτσι αυτή απομακρύνθηκε..."
Η λιτή αυτή σύνοψη της ταινίας με την οποία ξεκινά το πανέμορφο In the mood for love αποτελεί ένα συνεχές τριβέλισμα για όσους αισθάνονται σκλάβοι στα δεσμά τους,διστακτικές πινελιές σε μια μονίμως ακατάληπτη ρωπογραφία.
Ωστόσο,αν και η εναρκτήρια φράση με την έξοχη ποιητική της μάς προετοιμάζει για αυτό που θα επακολουθήσει,ένα τρωτό σημείο εντοπίζεται ακριβώς στη στατικότητα που ενέχει το τέλειο.Την ίδια στιγμή που αποθεώνεται η λατρεία της φόρμας,έχουμε αυθωρεί μετατραπεί σε εικονοκλάστες καθώς αναρωτιόμαστε :"Και αυτός ,τι απέγινε;Βυθίστηκε σε απελπισία;Ξεχάστηκε άραγε στον εαυτό του;"
Δεν θα γράψω για το πρώτο ενδεχόμενο.Ό,τι χαρακώνει τόσο βαθιά μόνο η Τέχνη μπορεί να το τραγουδήσει και εγώ δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι.
Τα λιγοστά λόγια αφορούν στην ιδιώτευση,σε μια επίκτητη επιθυμία να στενεύουμε ολοένα και περισσότερο τα όρια της ανθρώπινης κοινότητας όπου ανήκουμε,χρησιμοποιώντας προκρούστειες μεθόδους πάνω σε ένα στρώμα πικρόχολου μηδενισμού.
Ο καθένας πάντως που επιλέγει τη φυγή,βαθμιαία γίνεται "άπολις",όρος που δανείζομαι από τη διεισδυτική ερμηνεία του Καστοριάδη για την Αντιγόνη του Σοφοκλή,η οποία εξαιτίας τής ύβρης της απέναντι στους νόμους των ανθρώπων καταδικάζεται να ταφεί ζωντανή σε μια σπηλιά.Η είσοδος αυτής την οδηγεί αμετάκλητα στον Άδη,παρασύροντας μαζί της και όλον τον αρχαίο κόσμο που,θρυμματισμένος πλέον,θα διασώζεται μονάχα σε ερυθρωπές και μελανόμορφες παραστάσεις.Έπειτα από πολλά χρόνια,ένα αδειανό μνήμα θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας θρησκείας και θα διακηρύξει πως τίποτα δεν τελειώνει οριστικά,ξαναδίνοντας την ελπίδα για την επαναφορά στα ανθρώπινα.
Γιατί όμως σήμερα που βολτάριζα στην πόλη και διάβασα εκείνο το,πιασάρικο όσο και ασαφές,επιτοίχιο σύνθημα που μας διαβεβαιώνει ότι η επανάσταση δεν μπορεί να περιμένει,ένιωσα την άβολη υποψία πως η "ανάσταση" μάλλον μπορεί;

Thursday, March 06, 2008

Η τρομοκρατία της συγκίνησης

Και μόνο οι χαρακτηρισμοί,απαξιωτικοί ως επί το πλείστον,που επιδαψιλεύουμε για τις περιπτώσεις συναισθηματικών φορτίσεων είναι ενδεικτικοί της απαρέσκειας που εκφράζεται για οτιδήποτε αποκλίνει από τις επιταγές της λογικής.
Εμείς βέβαια,επιθυμώντας να λογιζόμαστε υπέρμαχοι αυτής,δεν διστάζουμε να στηλιτεύουμε την όποια αποστασιοποίηση από την έλλογη σκέψη,να περιφρονούμε τη συγκίνηση,να υποβαθμίζουμε τη σημασία της στη διαμόρφωση του θυμικού μας,θεωρώντας την σαν το σύντομο πέρασμα μιας άνοιξης από ένα περιφραγμένο χωράφι.
Καμιά χρήση συναισθημάτων και συνθημάτων δεν μεσιτεύει για ρεαλιστικές λύσεις και αντικειμενικές θεωρήσεις,ιδιαιτέρως δε όταν καταφεύγει σε αφορισμούς ή κανακεύει δογματισμούς και στερεότυπα.
Σε μια βιοτή όμως,όπου συνωθούνται το αιώνιο με το καθημερινό,το ιδιωτικό με το δημόσιο,το "υψηλό" με το ενορμητικό,όπου το καθετί μοιάζει αμφιλεγόμενο και οι λέξεις στρατεύονται κάθε φορά για να πείσουν,δείχνοντας να αγνοούν τον στίχο:"Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω",εύκολα κάποιος χάνει τον προσανατολισμό του και οδηγείται σε μονοπάτια παθητικότητας τα οποία επιθυμεί να αποφύγει:Ίσως επειδή παρουσιάζεται λιγότερο επίπονη από μια αντίληψη που θέτει πραγματιστικούς όρους,η συγκίνηση εκφυλίζεται ως μια παραλυτική κατάσταση,καθώς αναιρείται η "κίνηση" που με ενοχλητικό τρόπο μαρτυρεί η ετυμολογία της.
Καλούμαστε επομένως να ξεγλιστράμε από τις συμπληγάδες ανέξοδων συναισθηματισμών,να οπισθογραφούμε τις προαναφερθείσες επιταγές της λογικής,να αποφεύγουμε τις ιδεαλιστικές παγίδες που πιθανόν τοποθετεί στο διάβα μας η έντονη επίδραση της λογοτεχνίας.
Όταν λοιπόν προσφάτως συνάντησα μια παλιά γνωστή μου,την Κ,πάντα άσχημη και διαρκώς άχρωμη,την Κ,που με τη γενναιοδωρία της ενσαρκώνει εκείνο το τραγούδι:"Κάποτε είχε μια καρδιά.Την καθάρισε λοιπόν,την ξερίζωσε,την έπλυνε και σε καδράκι σού τη χάρισε.Ούτε καν στον τοίχο δεν την κρέμασες",δεν θέλησα να της μιλήσω.
Τη χαιρέτισα από μακριά,δίχως μια λέξη,ούτε καν ένα νεύμα,μόνο με μια μικρή,ανεπαίσθητη διακύμανση της λύπης μου.

Monday, February 11, 2008

Where be your gibes now?

Με ξαφνιάζει ευχάριστα όταν σε κάποιες από τις σπάνιες φορές που φιλοτιμούμαι να ανοίξω ένα βιβλίο ανακαλύπτω τυχαία,σε γραφιάδες που εκτιμώ ιδιαίτερα,αποσπάσματα που με αβίαστο τρόπο τοποθετούν τις ψηφίδες που έλειπαν από μια ανολοκλήρωτη έως τότε εικόνα,η ημιτελής μορφή της οποίας με κατέτρυχε για καιρό,ξεδιαλύνοντας εξαπίνης δικές μου αμφιβολίες και απορίες.
Έτσι,όταν για παράδειγμα ο Bernhard σημειώνει κάπου:"Κατά βάθος,γράφω μόνο επειδή πολλά μού είναι δυσάρεστα.Αν ήταν όλα ευχάριστα,πιθανόν δεν θα έγραφα απολύτως τίποτε,και κανένας δεν θα έγραφε.Είναι αδύνατον να γράψεις με αφετηρία μια ευχάριστη κατάσταση,άλλωστε θα ήταν ανόητο να γράφεις για τα ευχάριστα:τα ευχάριστα τα ζεις",αν και τα λόγια του δεν αποτελούν θέσφατο,μου προσέφεραν ένα κάποιο έρεισμα για την πρότερη,συγκεχυμένη οπτική μου,την πλειστάκις θεωρούμενη και από μένα τον ίδιο ως δηλητηριασμένη.
Μια άλλη περίπτωση αφορά σε μια καλή μου φίλη.Αν και έφτασε τα σαράντα παραμένει νέα στην όψη και πολύ ποθητή,μόνο που τον τελευταίο καιρό αρέσκεται να κλείνεται στο σπίτι με μοναδική παρέα το κατοικίδιό της και μια στοίβα DVD.Δεν πρόκειται για μια αναχωρήτρια που αποφασίζει να μονάσει σε ένα μικρό διαμέρισμα και να αφοσιωθεί στον ασκητικό βίο,αφού εξακολουθεί να χαίρεται τη ζωή και να απολαμβάνει τις ηδονές της.
Απλά,παρατηρώντας την μου έδινε την αμυδρή εντύπωση πως με κάποιον ανεπαίσθητο τρόπο,χωρίς και η ίδια να το έχει καταλάβει,έχει καλυφθεί από μια λεπτή αόρατη μεμβράνη που την κάνει,ενώ επιθυμεί το άγγιγμα,ανίκανη να αισθανθεί την επαφή,ενώ επιζητεί τα φιλιά,να μην μπορεί να γευτεί τη γλύκα τους.
Ψάχνοντας όμως μια πληρέστερη ερμηνεία ή μια πιο διεισδυτική περιγραφή που θα νομιμοποιούσαν την ασχημάτιστη αυτή διαίσθηση,το ύφασμα εκείνο που θα κάλυπτε τη γύμνια των αμφισβητήσιμων εικασιών μου,δεν έβρισκα παρά μονάχα κάποια σκόρπια νήματα που σαν τυφλοσούρτηδες ακολουθούσα.Και εκεί που δεν είχα συγκεντρώσει τίποτε άλλο από ξέφτια νοημάτων,διαβάζοντας μετά από καιρό ένα ευσύνοπτο κείμενο του Παπαγιώργη(μόνιμη η επίδραση του) μού προσφέρθηκε απλόχερα όχι μόνο το ένδυμα που ζητούσα αλλά μια αρματωσιά που θωράκισε,προσδίδοντάς τους περισσότερη σαφήνεια,τις προηγούμενες ακαθόριστες υπόνοιές μου.
Το επιλήψιμο της υπόθεσης είναι πως οι εύστοχες και ακριβείς παρατηρήσεις τους που δείχνουν τόσο πλέριες,μου στερούν την αγωνία να φωτίσω τις αιτίες που μ'αφήνουνε μισό.
Είναι,νομίζω,ευκταίο,ακόμα και όταν γνωρίζουμε πως ψέλνουμε όπως μας κανοναρχούν,να παραδινόμαστε στην αβεβαιότητα,να στέκουμε κεχηνότες σε διαθέσεις που δεν έχουν γίνει ακόμη στέρεες πεποιθήσεις,να ψυχανεμιζόμαστε κάτι προτού επέλθει η οριστική ταυτοποίησή του.
Κάθομαι και γράφω αυτό το ανούσιο κείμενο εξαιτίας κάποιων πρόσφατων δυσάρεστων καταστάσεων που σχετίζονται με ασθένειες,oπου όμως η δοκιμασία αυτή είχε σαν απόρροια την επιθυμία αντιστροφής της πορείας που περιγράψαμε περιπτωσιολογικά πιο πάνω και την προσπάθεια να κατευθυνθούμε από το απτό στο αφηρημένο,από την πραγματικότητα στον ρεμβασμό.
Εσχάτως λοιπόν βαυκαλιζόμουν να φαντάζομαι τη ζωή σαν μια βόλτα με το μετρό.Χρησιμοποιώντας αυτό το απλοϊκό μεταφορικό σχήμα,δεν θυμόμουν πια συγκεκριμένα πρόσωπα και βιωματικά περιστατικά,αλλά ένα πυκνό σύστημα δρομολογίων με στάσεις και κομβικά σημεία,επιβιβάσεις και αποβιβάσεις,καθυστερήσεις,αναμονές,άδειες αποβάθρες και μοναχικούς συνεπιβάτες.
Το παράξενο εδώ βρίσκεται στο ότι δεν είναι κάποιος μεσήλικας,"σκοτεινός" συγγραφέας,όπως οι προαναφερθέντες,αλλά ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι,που λαχταρά να δει το μετρό στο Παρίσι,αυτό που δεν αφήνει περιθώρια για καγχασμούς και ψευδαισθήσεις:

-Διασκέδασες Ζαζί;
-Έτσι και έτσι.
-Πήγες βόλτα με το μετρό;
-Όχι!
-Τότε λοιπόν,τι έκανες;
-Γέρασα.

Thursday, January 03, 2008

This is Halloween

Όχι,μην κοιτάζετε το ημερολόγιο,δεν έχει γίνει κάποιο λάθος,ούτε αυτό που διαβάζετε συνιστά μια υστερόχρονη αναφορά σε πολύχρωμες μασκαράτες και ανώδυνες εθιμικές μεταμορφώσεις.Μονάχα σε καθημερινές αλλοιώσεις,σε μετασχηματισμούς σαν και αυτούς που επικαλούνται οι υμνητές της φιλίας,της ώσμωσης που επιτυγχάνεται με την ανθρώπινη επαφή.
Για αυτούς όμως που η μόνη τους συντροφιά είναι η πόλη τους,ποιο αλλοπρόσαλλο ύφασμα πρέπει να ενδυθούν για να μεταμφιεστούν σε αυτήν;Να μεταμορφωθούν στα διαφορετικά της πρόσωπα, να μεταβληθούν στα γκρίζα της κτήρια,στους αδιέξοδους δρόμους και τις ατέρμονες κυκλικές πορείες.
Ασφαλώς δεν είναι πρωταγωνιστές σε αυτό το ατέλειωτο θεατρικό παιχνίδι.Μαζί τους συμμετέχει ένας αόρατος θίασος με διαφορές εξαίσιες,με ανόμοιες φωνές.Πρόσωπα και καταστάσεις κάτω από ψιμύθια και μάσκες.
Νεολαίοι που αισθάνονται παράξενα γερασμένοι,ενήλικες που αρνούνται πεισματικά να μεγαλώσουν,ανθρώπινα περιγράμματα που σβήνονται με τον καιρό,όπως τα μηνύματα από τη μνήμη του κινητού,τερματίζοντας έτσι μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία προσμονής και αυταπάτης για τους συντάκτες αυτών και τους παραλήπτες τους.
Νεανικές παρέες που η επιπόλαιη σύμπνοια των μελών τους,σαν όλες τις αγουρίδες,αρχίζει να ξινίζει όταν κάποιοι από αυτούς παντρεύονται και φεύγουν μακριά,υπακούοντας στον εγωισμό που ενέχει ο έρωτας,για να ξαναστήσουν τις γέφυρες της συντροφικότητας όταν η πλήξη θα έχει ραγίσει το τσόφλι του δυαδικού τους κόσμου.
Απρόσμενες ασθένειες που μας κλονίζουν,μικρές σκέψεις που περνούν φευγαλέα και μας αλλάζουν λίγο,η στοργή που μας αγγίζει και μας αφήνει πάντα διαφορετικούς,οτιδήποτε γενικά προσθέτει ρευστές γραμμές στο πορτρέτο μας,κάνοντάς μας να μοιάζουμε με πίνακα του Bacon,συμμετέχει εδώ.
Και,όπως το έθιμο επιβάλλει,η παράσταση ολοκληρώνεται με τη διλημματική ερώτηση:trick or treat?
Ανοήτως,βέβαια,αφού δεν υπάρχει κανείς που να έχει γλυκαθεί σε αυτό το ιδιότυπο καρναβάλι.

Wednesday, January 02, 2008

The long day closes

Πολύ αργότερα από τον Πυθαγόρα που έβλεπε τα Μαθηματικά παντού,να χαρίζουν την αρμονία στη Φύση,ο Μούζιλ,θέλοντας να αποτυπώσει τη νέα εποχή της έρευνας που είχε ανατείλει,με τα επιτεύγματα της μηχανικής και των άλλων θετικών επιστημών να αφήνουν τους ανθρώπους περιπλανώμενους στη γη σαν προφητείες του μέλλοντος,γράφει κάπου:
"Κερδίσαμε σε πραγματικότητα και χάσαμε σε όνειρο".
Η διαπίστωση αυτή,περισσότερο εκπεφρασμένη ως εμπαικτική αντίδραση στους ιεροεξεταστές του τεχνικού πολιτισμού,υποτιμά τη δύναμη της κινηματογραφικής τέχνης,περιφρονώντας την υποβολή που ασκείται στους σιωπηλούς θαμώνες της σκοτεινής αίθουσας,ιδιαίτερα σε αυτούς που ανακαλύπτουν εκεί μια βακτηρία για τη μισερή ζωή τους.
Παραδόξως όμως οι ταινίες που θαυμάζουν,συχνά απεικονίζουν σκηνές παρόμοιες με αυτές που βιώνουν καθημερινά,ίσως και πιο θλιβερές:
Ομιχλώδη τοπία στο φόντο,άθλιες παμπ και lemonade skies,μοναξιά που εντείνει το ασίγαστο ψιχάλισμα,κάτι ακύμαντο που σοβεί πίσω από κλειστά παράθυρα και λερές ταπετσαρίες με μυρωδιά τσαγιού,ελάσσονες ιστορίες που κυλάνε αργά σαν βαρελήσια μπύρα stout.
Εύλογα κάποιος μπορεί να διερωτηθεί:Τι είδους δραπέτευση είναι αυτή,όταν τα ντεκόρ παραμένουν το ίδιο καταθλιπτικά,το αφηγηματικό στυλ θυμίζει άχρωμες διηγήσεις φίλων για ασήμαντα περιστατικά τους και η συγκλονιστική ανατροπή του σεναρίου δεν έρχεται ποτέ;
Παρά τις ενστάσεις που πιθανώς διατυπώνονται,οι θεατές εξακολουθούν να ταξιδεύουν από ταινία σε ταινία,να τεντώνουν τα αυτιά τους για να ακούσουν ένα θα 'θελα να 'σουν εδώ,να γεύονται φιλιά από το Λίβερπουλ,να αναβάλλουν διαρκώς το τέλος μιας μεγάλης μέρας,να ψεύδονται,φαντασιοκοπώντας,όπως ο Μπίλυ.
Σύντομα,το όνειρο που ζουν σβήνει,μαζί με τη μηχανή προβολής.Ίσως φυτοζωεί για λίγο ακόμα,στα ελάχιστα εκείνα λεπτά,όπως αναφέρει ο Μπαρτ,που δεν επιτρέπουμε ακόμα στις εικόνες να ξεθωριάσουν.
Όταν απομακρύνονται από την έξοδο του σινεμά,έχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως πια την επιστροφή στη ρηχή πραγματικότητα,σκωπτικά επαναλαμβάνουν,διατηρώντας με σινεφίλ ευλάβεια μέχρι και τον ρωτακισμό της ομιλίας,την αμίμητη ατάκα ενός ελληνόφωνου βαμπίρ:
"Απ'τα Καρπάθια,στα Εξάρχεια.
Quelle décadence!".

Thursday, December 27, 2007

Heads or Tails?

Για τους ντιλετάντηδες που κινούνε συρφετός,γυρεύοντας ομοιοκαταληξία,μια τόσο ευγενική φιλοδοξία έγινε της ζωής τους ο σκοπός.Και καημός,θα συμπλήρωνα,μιας και συνήθως επαναλαμβάνεται σιωπηρά το παράπονο ενός νέου ποιητή,όπως μας το μεταφέρει ο Κωνσταντίνος Καβάφης:Αλίμονον,είνα'υψηλή,το βλέπω,πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα-κι απ'το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ'ανεβώ ο δυστυχισμένος.
Δεν αναφέρομαι στην ποίηση αλλά σε κάθε είδους καλλιτεχνική "αφήγηση" που σχοινοβατεί ανάμεσα στο "τι" και το "πώς",στα αξιοποιήσιμα μέρη ενός πολτώδους υλικού και τις μεθοδεύσεις που θα μετέλθουμε για να επιτύχουμε την μετουσίωσή τους.
Ηλίου φαεινότερον ότι η ζυγαριά γέρνει στη μεριά του τρόπου,εύκολα λοιπόν ξεμπερδεύουμε με το συγκεκριμένο δίλημμα,δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα προβλήματα που αναφύονται στη συνέχεια,αναφορικά με την απόδοση αυτού του τρόπου.
Το προσωπικό βίωμα,για να περιβληθεί έναν πάγκοινο χαρακτήρα,οφείλει να διαρρήξει τη σχέση του με την πιστότητα,την ακριβή απόδοση των εξωτερικών παραστάσεων.Ειδάλλως,η μολυσματική επαφή με το "άμεσο" δημιουργεί ένα αποτύπωμα που σχηματίζεται στο ρυζόχαρτο ή κάτω απ'το καρμπόν,το οποίο δεν είναι παρά μια αμυδρή υπενθύμιση του πρωτοτύπου.
Μόνο που και εμείς κάπου κάπου μοιάζουμε με έργα τέχνης.Σε σκόρπιες,μικρές μας στιγμές.
Σε εκείνες τις αναιμικές μέρες που η ζωή έδειχνε ασάλευτη,το σπίτι όμως μύριζε καννέλα και το άρωμα του ζεστού καφέ ήταν αντίδοτο για την αθυμία μας.Τρώγαμε άθλια κέικ με σταφίδες,καπνίζαμε υπερβολικά,ακούγαμε Editors και νιώθαμε ευτυχισμένοι.
Όταν δεν μ'άφηνες να διαβάσω τον Παπαδιαμάντη μου αλλά με ξεσήκωνες για να χωθούμε σε κάποιο σινεμά,να κρυφοκοιτάς τις εκφράσεις του προσώπου μου κατά τη διάρκεια της ταινίας και να γέρνεις το κεφάλι σου στο στήθος μου.
Κάθε φορά που άνοιγαν οι ουρανοί και εμείς σταματούσαμε να μιλάμε για ν'ακούσουμε τη βροχή.Τώρα τα μάτια μας κοιτάζουν ευρυγώνια και όλες οι λέξεις στέκουν σαν διαλυμένα βαγόνια,κηρύτταμε με μεγαλόσχημο ύφος και ελλιποβαρείς υποψίες για το μέλλον.
Τότε που πηγαίναμε βόλτα με τη μηχανή,την ώρα που λιγόστευε το φως,και συ πάντα να κρυώνεις και να με αγκαλιάζεις σφιχτά.
Και τώρα που πάλι σουρουπώνει,το "πώς" αργοσβήνει μέσα στο καθρεφτάκι της μοτοσυκλέτας μου μαζί με την ύστατη λάμψη του δειλινού,
αφήνοντας για το άχαρο "τι" μια γεύση νίκης,
σύντομη και πικρή.

Wednesday, December 19, 2007

Nighthawks at the diner

Ας αφήσουμε τον Θωμά να περιμένει στα αγαπημένα του στέκια,εκείνα που και εμείς λατρέψαμε από ετερόκλιτες περιγραφές με τις οποίες πλουσιοπάροχα μας φιλοδώρησε η αμερικάνικη φιλμογραφία και ας αναζητήσουμε τα δικά μας,αυτά που κάνουν τα μερονύχτια μας πιο υποφερτά.
Πού όμως;
Μήπως σε ένα αστικό σύμπαν,την εξερεύνηση του οποίου έχουν αναλάβει άλλοι για δικό μας λογαριασμό και εμείς Tύποις ξεναγούμαστε σε μέρη όπου καθημερινά προβάλλεται η ταινία "το hype...και πως να το αποκτήσετε",μια σύγχρονη παραλλαγή της κωμωδίας του Richard Lester;
Σε περιοχές που δηώνει η συρροή του πλήθους ,καταβάλλοντας έτσι το αντίτιμο για τη δημοφιλία τους ή σε μαγαζιά που αποτιμούν ακριβά τη φιλοξενία τους και την αίγλη του μοντερνισμού που κομίζουν;
Ασφαλώς τα προτιμώ από την αναβίωση περασμένων εθιμικών συνηθειών,μια σύληση σε άψυχα στυλιστικά κουφάρια του παρελθόντος,ένα τρελό γουικέντ στου Μπέρνι με νοσταλγικό άλλοθι.
Όσο για αυτούς που κατατρίβονται στην άγρα του ξέφρενου γλεντοκοπήματος,εξισωμένου,άγνωστο πώς,με την αναζήτηση ενός νοήματος που καταλήγει στο δυσερμήνευτο "να περνάμε καλά",μου θυμίζουν τους παίκτες στα ποδοσφαιράκια των σφαιριστηρίων,όπου ξοδεύαμε τις μίζερες ώρες των εφηβικών μας απογευμάτων μετρώντας καραμπόλες και πόντους σε φλιπεράκια.
Μικροσκοπικά ομοιώματα ποδοσφαιριστών,απαράλλαχτα,δίχως πρόσωπο,καταδικασμένα σε μια αέναη κίνηση σε ζυγούς και υποταγμένα στις στερεότυπες περιφορές της ξύλινης λαβής με μόνη τη φαντασία και τη δεξιοτεχνία του παίκτη να χαρίζει εκλάμψεις πρωτοτυπίας,αγωνίζονται σε ένα ματς όπου αποκλείεται η ισοπαλία.
Και εγώ ένας από αυτούς,ίσως στη θέση του απόμακρου τερματοφύλακα,περιμένω την έκβαση του παιχνιδιού,γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει άλλο κέρμα για να ριχτεί στη σχισμή και να επικυρώσει την προσδοκία μιας πολυπόθητης ρεβάνς.

Saturday, December 15, 2007

Διαβάσεις

Στο μετρό,κάποιες ώρες και σε ορισμένους σταθμούς,διέρχονται σχεδόν άδειοι οι συρμοί.Οι λιγοστοί επιβάτες,αμίλητοι και ανέκφραστοι,ακροβολίζονται με τρόπο που συνιστά κόλαφο για τους ρήτορες των ανθρωπίνων επαφών.Ίσως και να έχουν δίκιο οι αλιβάνιστοι από το φιλάλληλο πνεύμα των γιορτών που δεν αντέχουν την παρουσία του άλλου δίπλα τους και αντίκρυ,δεν υπομένουν πάνω τους το ξένο βλέμμα,αδιάκριτο,διερευνητικό,ενίοτε λάγνο,ποτέ όμως ακτινοβόλο.
Ευτυχώς λόγω των ημερών,τα βαγόνια είναι ασφυκτικά γεμάτα και αδυνατώ να διαπιστώσω τη ματαίωση των σιροπιαστών ασμάτων που,υπεργείως πλέον,μέλπουν την αγάπη σε κοσμοβριθείς πλατείες.Ό,τι καθεύδει,υμνείται.
Προτίμησα,αντί για την αγωνιώδη περιδίνηση σε ορόφους πολυκαταστημάτων,να πιω κάτι.Παρήγγειλα ένα Hennessy πίσω από τη διάφανη πρόσοψη ενός παρακμιακού cafe,ακούγοντας κάτι αδιάφορο να παίζουν τα ηχεία.Ήθελα εκείνη τη στιγμή,παρά την ακαταλληλότητα του χώρου,να ακούσω ένα τραγούδι του Τσιτσάνη.Αναδεύοντας το περιεχόμενο του ποτηριού και πριν αυτό μουσκέψει τα χείλη να ηχήσουν τα λόγια: έχω να λάβω γράμμα σου,σαράντα μέρες τώρα,τάχα να ζης ή χάθηκες σαν το πουλί στην μπόρα.Οι πότες γνωρίζουν πως το αλκοόλ εντείνει τη θέρμη του την ώρα που το κορμί ριγεί.Και γι'αυτό συνεχίζουν οι στίχοι Άλλοι μου λεν πως πέθανες και άλλοι πως ζεις για μένα,και άλλοι πως μ'απαρνήθηκες και πάνε όλα χαμένα.Τη γλυκανάλατη σκηνοθεσία διέκοψε ο σερβιτόρος που βαριεστημένα ακούμπησε το ποτό στο τραπέζι,συνοδία μπαγιάτικων ξηρών καρπών.Η αδύναμη φλόγα του λειωμένου επιτραπέζιου κεριού έπνεε τα λοίσθια.Παρατηρούσα αφηρημένα την κίνηση έξω από το τζάμι .Σε λίγο άρχισα να μασουλάω ανόρεχτα τους ξηρούς καρπούς,κοιτώντας ρεμβωδώς το φθίνον πυρ.Ένα εξίσου αδιάφορο τραγούδι διαδέχτηκε το προηγούμενο.
Στους δρόμους ο κόσμος περπατά βιαστικά.Το κρύο και η σπουδή μην τυχόν και καθυστερήσουν την φέρελπι συνάντηση με την πλησμονή κάνουν πιο γοργό το βήμα.'Ομως ο ανθρώπινος χείμαρρος ξεφουσκώνει τα νερά του στους φωτεινούς σηματοδότες.Εκεί,για λίγα δευτερόλεπτα,σαν τον ηθοποιό που ψάχνει τις ανάσες του,τον αναγνώστη που σηκώνει το κεφάλι του απ'το βιβλίο,αισθανόμαστε τον κόσμο που εδράζεται στις σκέψεις μας να μεταφέρεται αλλού:
Σε πρόσωπα αγχωμένα,όπως το δικό μας,που περιμένουν,ποιος ξέρει τι άλλο εκτός από τη διέλευση στο απέναντι πεζοδρόμιο,στα χαρούμενα μάτια των παιδιών,στο τυχαίο άγγιγμα απρόσεκτων συνοδοιπόρων και την ευγένεια της συγγνώμης τους,αποδεικνύοντας πως ο πολιτισμός δεν αφορά αποκλειστικά στην καλλιτεχνική έκφραση αλλά και στην πεζή καθημερινότητα.
'Οταν το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη αλλάζει ξανά,συνεχίζουμε την πορεία μας και τους ατελεύτητους,αλυσιτελείς μονολόγους μας για να αμφισβητήσουμε άλλη μια φορά την πρόσκαιρη ωραιοποίηση,αντιλαμβανόμενοι την αδημονία των οδηγών που παρακολουθούν το φανάρι μέσα από τον μοναχικό μικρόκοσμο του οχήματός τους.

Tuesday, December 11, 2007

Κόκκινη κλωστή δεμένη...

Όσοι δεν αφήνονται να παρασυρθούν από τον ιοβόλο κυνισμό τους κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων ημερών αλλά αντιθέτως σκηνογραφούν τις ρούγες αντλώντας έμπνευση από τις σελίδες του Ντίκενς και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν,ας μην περιμένουν αδίκως τις τολύπες του χιονιού να συμβάλλουν στην πλασματική διάσταση της πόλης,αυτήν που ο εορταστικός της στολισμός εμμένει να επινοεί.Οι κλιματικές αλλαγές δεν υπονομεύουν μόνο την ποιότητα της ζωής μας,ανατρέποντας ισορροπίες στον φυσικό κόσμο(ελπίζω ακόμα όχι αμετάκλητα,αν και οι προρρήσεις των ειδικών μόνο νηπενθείς δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν),αλλά εισβάλλουν απειλητικά και στον κόσμο των παραμυθιών.
Πιθανότατα σε μερικά χρόνια η περιγραφή χιονοστεφών πολιτειών,μέσα στις οποίες εκτυλίσσονται οι φανταστικές ιστορίες των χειμαζόμενων πρωταγωνιστών τους,από μόνη της να ηχεί εξωπραγματική στα παιδικά αφηγήματα.
Προς το άμεσο παρόν όμως δεν διακυβεύεται ο κόσμος του μυθολογήματος αφού στο γιορτινό παζάρι θα ψωνίσουμε αφειδώς την παραμυθία μας.Σε προθήκες που θάλπουν αντανακλάται η ξέχειλη εθιμική συγκίνηση,απαραίτητο τελετουργικό για να εισέλθουμε σε μια ουτοπία που συντηρούν οι ίδιοι της οι θεσμοί-η μέθεξη στην αφθονία και η μέθη της κατανάλωσης.Επίπλαστες επιθυμίες,νόθα αποκυήματα που γεννούν η διαφημιστική υπερβολή και η επωδή της στέρησης,σκεδάζονται σε ένα κυκεώνα ιριδωτής φωτοχυσίας,ευοσμιών που σκορπίζουν μοσχοβολιστά γλυκύσματα και λοιπά εδώδιμα,και χρωμάτων που λες και αναβλύζουν από κάποια θερμοπηγή,για να μας μεταφέρουν ως δια μαγείας σε περασμένες ηλικίες,σε στιγμές που έχουν πια χαθεί.
Γιατί όμως αναζητούμε απεγνωσμένα την παυσίλυπη γοητεία του μύθου αφού η ίδια η νεοελληνική πραγματικότητα συνιστά ένα παραμύθι,καίτοι κακότεχνο:ισονομία,κοινωνική δικαιοσύνη,σεβασμός στο σύνταγμα και στα απορρέοντα από αυτό δικαιώματα,στο συνάνθρωπό μας,στο περιβάλλον, όλα εκείνα τα αυτονόητα που ακυρώνονται χάριν της διαφθοράς,της αδιαφάνειας,της ποδηγέτησης της δικαστικής λειτουργίας,της πληθώρας πορισμάτων,εκθέσεων και Ε.Δ.Ε. που προορίζονται για κάποιο ανήλιαγο συρτάρι,των μύριων υπόρρητων κατηγοριών χωρίς σαφή αποδέκτη,της ατιμώρητης κρατικής παραβατικότητας,της κούρασης που επέρχεται από την λατρεία του προφανούς και την έλξη του τίποτα.
Ένα παραμύθι,διαφορετικό από τ'άλλα,καθώς μέσα σ'αυτό ο Τζορτζ Μπέιλυ θα προτιμούσε να είχε χάσει παντελώς την ακοή του,ο πρίγκηπας του Oscar Wilde θα έψαχνε μάταια την ευτυχία που θα τιτλοφορούσε τη συγκινητική του ιστορία και ο Γιάννης ο βλογημένος δεν θα άνοιγε την πόρτα του για να προσφέρει φιλοξενία σ'έναν φτωχό άγιο.

Monday, November 19, 2007

Αντί-στιξη

"Σύντροφε,εε σύντροφε".
Χρόνια είχα να ακούσω κάποιον να με αποκαλεί έτσι,οπότε δεν μπορούσα να φανταστώ πως,εκείνο το πρωινό στην Πλάτωνος,αυτός που χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη προσφώνηση απευθυνόταν σε μένα.Καθώς όμως η φωνή του συνέχιζε επίμονα να καλεί και μάλιστα με τη συνοδία παρατεταμένου και ενοχλητικού κορναρίσματος,γύρισα για να δω από που προερχόταν.
Οι αδόκητες συναντήσεις με παλιούς γνωστούς,στις καλύτερες των περιπτώσεων,μου φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό τον τίτλο μιας εξαίρετης ταινίας επιστημονικής φαντασίας,το 'Invasion of the body snatchers'.Δείχνουν ακριβώς όπως τους θυμάμαι,μόνο που δεν είναι αυτοί.Στις χειρότερες ,όπως όταν κοιτάζουμε μια παλιά μας φωτογραφία και ευθύς αναρωτιόμαστε με ένα αίσθημα πικρίας "έτσι ήμουν;",αντικρίζουμε τώρα μια εικόνα που μας αποσβολώνει με τη σαρκαστική της διάθεση:"έτσι έγινες!".
Αυτός ανήκε στην δεύτερη κατηγορία.Μέσα από τις απαστράπτουσες λαμαρίνες ενός πολυτελούς τζιπ ξεπρόβαλε χαμογελαστός,ευσχήμων όπως πάντα,με τον αέρα που σου προσδίδει η γνωριμία από εκείνη την ηλικία που οι περισσότεροι είμαστε ακόμη ζυμάρι άπλαστο,μειράκια που καταβάλλουν πενιχρό ενοίκιο στα λόγια και στις πράξεις τους.Σφίγγοντας το αφράτο χέρι του,θυμήθηκα τη μελανείμονα φιγούρα του,τα στρατιωτικά αμπέχονα και την υπέρμετρη κατάχρηση,σε βαθμό εκφυλισμού,φράσεων που μιλούσαν για αγώνες και άλλα συναφή τα οποία νοστίμιζε η γαρνιτούρα της αυτάρεσκης δημηγορίας.
Συλλογίστηκα τι να σημαίνουν τώρα γι'αυτόν τα (παρεφρασμένα)λόγια του προσφάτως εκλιπόντος Γάλλου στοχαστή:'Η αντανάκλαση της εικόνας μας στον κόσμο,πιστοποιεί την σχέση μας με αυτόν.Η ανάγκη της συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης αυτής της σχέσης και του επαναπροσδιορισμού της θέσης μας,οδηγεί αναπόδραστα στη φετιχιστική λατρεία του εμπορεύματος,αφού και το ίδιο μας το είδωλο συνιστά ένα τέτοιο αντικείμενο αγοραπωλησίας".
Μάλλον τίποτα,οπότε η ανάσυρση περιστατικών του παρελθόντος,όσα η αποστασιοποιημένη μνήμη και η αμηχανία επέτρεπαν να ανακληθούν,θα αποτελούσε μια νοσηρή νεκροφιλία.'Ετσι,τον αποχαιρέτισα και απομακρύνθηκα βιαστικά,βλέποντας τον να με παρατηρεί όπως κάποιος κοιτάζει 'μια διαδήλωση πίσω απ'τα τζάμια'.
Πάνω στη βιασύνη μου,δεν αντιλήφθηκα το ποδήλατο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα από τα αριστερά μου.Η αναβάτιδα του προσπάθησε να με αποφύγει,εξαιτίας όμως της ολισθηρότητας του βρεγμένου δρόμου,δεν κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία της.Ντροπιασμένος την βοήθησα να σηκωθεί,αυτή,καθημαγμένη και ελαφρώς σοκαρισμένη,μου χαμογέλασε μαραμένα και αφού με διαβεβαίωσε πως δεν έπρεπε να ανησυχώ,ανέβηκε ξανά στο ποδήλατο και χάθηκε στη στροφή.

Ήπιε μια γουλιά απ'το port,ίσα να νιώσει τη γλύκα του και πάτησε το play.Κάποιος από όλους αυτούς που αρέσκονται να περιχαράσσουν τους ανθρώπους και να εναρχειώνουν αυτά τα περιγράμματα σε ευκόλως αναγνωρίσιμες κατηγορίες,θα την χαρακτήριζε ως φυγόκοσμη και αυτάρκη.Δεν θα μπορούσε όμως να εξηγήσει γιατί η φωνή και μόνο της Joni Mitchell την έκανε να κλαίει.
'Τι θα σώσει απ'το πέρασμα της η μνήμη και τι θα σβήσει;',αναρωτιέται σε κάποιο διήγημά του ο Σωτήρης Δημητρίου.Πώς μπορεί να το ξέρει αυτό κάποια που ακόμα και η αναπαράσταση της ζωής της ήταν γι'αυτήν βάρος περιττό.Ίσως να κρατούσε μόνο την ανάμνηση του μικρού δρυοκολάπτη,ένα καλοκαιρινό απόγευμα,έξω από το μπαλκόνι της,στο δωμάτιο με τους μολύβδινους τοίχους όπου νοσηλευόταν για ραδιοθεραπεία και τα βερικοκί φώτα των πολυκατοικιών,αργά τις νύχτες,να φέγγουν τη νυσταγμένη τους λάμψη στην έρημη πόλη.Στο μεταξύ,είχε τελειώσει το ποτό της και αποκοιμήθηκε όπως κάθε βράδυ-με το φόβο της μετάστασης,σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της.
Το άλλο πρωί ξύπνησε δύσθυμα και ετοιμάστηκε να φύγει για τη δουλειά της.Είχε ήδη αργήσει,έπρεπε να βιαστεί.Θα πήγαινε με το ποδήλατο.Η βροχή είχε σταματήσει και τέτοια ώρα ήταν απίθανο να συναντήσει κίνηση.Οι άδειοι δρόμοι,οι οποίοι νυχθημερόν φθέγγονται για την καφρίλα των νεοελλήνων οδηγών,αυτής της κακοφορμισμένης πληγής στο έτσι και αλλιώς ρυπαρό δέρμα,την περίμεναν να τους διατρέξει με την ταχύτητα που η ξαφνική ριπή του ανέμου σχίζει τη στραφταλιστή επιφάνεια της θάλασσας.
Λίγο αργότερα,ένας αγουροξυπνημένος από πρωινά κορναρίσματα κάτοικος της οδού Πλάτωνος,θα ρουφούσε αργά τον καϊμακλήδικο καφέ του,σκεπτόμενος τη ζωή σαν ένα διαρκές ερωτηματικό,χωρίς να υποψιάζεται πως έξω από το παράθυρό του τρεις άνθρωποι μοιάζουν με τα αποσιωπητικά πριν από μια δοθείσα απάντηση.

Wednesday, November 07, 2007

Πλάβο Σρέντα (Blue Wednesday)

Όταν ο Τουργκένιεφ δήλωνε πως "όλοι βγήκαμε από το παλτό",αναγνώριζε την καθοριστική συμβολή του Γκόγκολ στη διαμόρφωση του Ρώσικου Μυθιστορήματος.Και αν σκεφτούμε πως ο δημιουργός του Μπαζάροβ και του Ρούντιν αναφερόταν στον εαυτό του ως "λογοτέχνης και τίποτε άλλο",τότε ο φόρος τιμής που αποτίνει στον προγενέστερο ομότεχνό του είναι βαρύτατος.
Τι συμβαίνει όμως με τους άσημους και ασήμαντους ανθρώπους(η κοινή ετυμολογία δεν εμποδίζει κανέναν από εμάς να συμπληρώσει όπως επιθυμεί το νοερό βιογραφικό του),οι οποίοι διαμορφώνουν ένα κάποιο ύφος,όχι για τα καλλιτεχνικά μυθεύματα,αλλά για τα βιωματικά;
Άραγε οι επινοήσεις και οι παρανοήσεις,ηθελημένες οι πρώτες,ακούσιες οι δεύτερες,οι οποίες αποτελούν τα υλικά με τα οποία καλαφατίζονται οι χαραγές μας,είναι κάτι που η ζωή μάς επιφυλάσσει ανεπιγνώστως και ανεξαιρέτως ή μήπως πρέπει να κοιτάξουμε προς τα πίσω και να αναρωτηθούμε "πόθεν";Να αναζητήσουμε δηλαδή το δικό μας παλτό.
Θα ήταν άδικο,ωστόσο,να αποδώσουμε τη στέρφα ρητορική μας και την απουσία μιας φασματικής όρασης σε συγκεκριμένα καλλιτεχνικά προϊόντα.Μεγαλύτερη ευθύνη φέρει η ψυχική διάθεση που γεννά η θλιβερή εποχή του φθινοπώρου με τα παγωμένα πρωινά και τα νωχελικά απογεύματα,το σιγανό,μονότονο μαστίγωμα της βροχής,με τις σταγόνες της σαν υγρά κάγκελα μιας φυλακής αναμνήσεων,τους λιγοστούς διαβάτες που θυμίζουν συνθήματα ενός τοίχου σ'ένα δρόμο αδειανό και τις λαμπερές επιφάνειες,σκουρόχρωμοι κρύσταλλοι πάνω στους οποίους καθρεφτίζονται σποραδικά στιγμιότυπα αυτής της πόλης,ζωντανεύοντας με μεταφυσικό τρόπο το πικρό απαύγασμα του αγαπημένου Σκιαθίτη:"Σα να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου".
Καπνίζω μετά από καιρό,ακούγοντας τον Κωσταντίνο,τη στραπατσαρισμένη του ποπ,όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει.Τα λόγια του με πονάνε,όπως πάντα:"Όλα αυτά που είχες πει,τώρα μοιάζουν με ένα έρημο μέρος".Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που τον πρωτοάκουσα,δεν έπαψα ποτέ μέσα σ'αυτό το διάστημα να ταξιδεύω στα τοπία που δημιουργούσαν οι στίχοι και η μουσική.Και όταν,με την πάροδο των ετών,'οι φίλοι έμοιαζαν με τα ταξί στην μπόρα',η ονειρική του φωνή αρκούσε για να με σκεπάσει
σαν ένα πανωφόρι,σαν ένα ζεστό παλτό.

Sunday, October 07, 2007

...and did you care when I cut my hair?Cause I wanted you to *

Θα μπορούσαν να μην είναι στίχοι ενός τραγουδιού αλλά να συνιστούν μικρό δάνειο από ομιλίες οι οποίες διασπαθίζονται διαρκώς σε μια καθημερινότητα που δεν μας έχει συνηθίσει σε ανάλογες εκδηλώσεις υπεράριθμης ειλικρίνειας.
Αναμφίβολα,παρόμοιες εξομολογητικές φράσεις αποτελούν υστερόχρονες δικαιώσεις για ένα πλήθος από αναβληθείσες στιγμές που κρύφτηκαν στη σιωπή και την αδυναμία μιας και δεν έπαψαν ποτέ να αμφιβάλλουν για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Δεν είναι όμως η συγκεκριμένη υπέρβαση που πραγματώνεται σαν γλυκιά εκδίκηση αυτή που έχει σημασία,όσο η μικρή χαραμάδα που αφήνεται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες.Οι φιλέρημοι γνωρίζουν πως με τις συστηματικές καταθέσεις στο ταμείο της μόνωσης,θα έρθει η στιγμή για την είσπραξη των τόκων.Και είναι διαφορετική η πραγματικότητα που βιώνουν όλοι όσοι περιμένουν στην ουρά για το ταμείο από αυτήν που αντιλαμβάνονται εκείνοι που επένδυσαν διαφορετικά,αναζητώντας άλλου είδους όραση."Αλλιώς ζούμε όταν μιλάμε και αλλιώς όταν σωπαίνουμε" λέει ο ηλικιωμένος άγνωστος στην όμορφη πόρνη που ζούσε τη ζωή της.
Απειροελάχιστα διαρκεί το σκοτάδι καθώς εναλλάσσεται με το φως όταν τα μάτια σκαρδαμύσσουν,έτσι και στα λόγια των Blueboy υπάρχει ένα σύντομο κρυφοκοίταγμα μέσα από τη λεπτή σχισμή,η αναζήτηση μιας σιωπηρής επικοινωνίας,βαθύτερης και από το νόημα που εκφράζουν οι ίδιες οι λέξεις.Και όταν κάπου αλλού τραγουδούν "I 'm young and quite pretty don't hurt me",η τρυφερή τους παράκληση πέφτει στο κενό με την ίδια ευκολία με την οποία η πληκτική άφιξη ενός ακόμη ήρεμου,κυριακάτικου απογεύματος μάς ωθεί να γράφουμε τέτοια αναίτια κείμενα.

*Blueboy - So catch him.

Wednesday, September 05, 2007

Φάτα Μοργκάνα

Τα δυσάρεστα νέα από το τηλέφωνο με συντάραξαν κάπως.Όχι μόνο επειδή αφορούσαν στο τροχαίο ατύχημα που είχε ένας καλός μου φίλος.Αλλά και λόγω της αμηχανίας που σου προκαλεί η συμφορά που πλήττει εσένα τον ίδιο,καθώς περιγελά και τα ελάχιστα εναπομείναντα ψήγματα ανθρωπιάς και φιλαλληλίας με την επαίσχυντη εξωμοσία της συνείδησης απέναντι στα μακρινά βάσανα.
Όταν πήγα στο σπίτι του να τον δω,τον βρήκα κατάκοιτο μπροστά σε μια αναμμένη τηλεόραση.Την ώρα εκείνη κάποιος δημοσιογράφος ανακοίνωνε την εύρεση και άλλων νεκρών από τις πυρκαγιές ενώ οι τηλεοπτικοί τυμβωρύχοι εξακολουθούσαν να κορδακίζονται,πάντα σεμνότυφα,καταφεύγοντας ενίοτε σε υποκριτικούς βρυχηθμούς,θυμίζοντας κάποιο νωδόν τέρας από το οποίο το μόνο που απομένει είναι η ασχήμια.
Λυπήθηκα μόλις άκουσα την είδηση,ταυτόχρονα όμως με έθλιβε η εικόνα του πληγωμένου μου φίλου που για λίγο ξέφυγε από το μοιραίο.Κοίταξα μουδιασμένος την οθόνη.Η αμφιθυμία που τόσο με γοητεύει στην ανθρώπινη συμπεριφορά,πλέον δεν θα μπορούσε παρά να έχει περάσει στο στρατόπεδο της οργής,της απόγνωσης και του πόνου.Πολύ φοβάμαι όμως πως αυτά θα καταλαγιάσουν μέχρι την επόμενη καταστροφή και πως η αμνησία θα ενσκήψει και πάλι ως ενδημική νόσος της ελληνικής κοινωνίας.
Καθώς σουρούπωνε,στο μικρό διαμέρισμα έμπαινε ένα χλωμό,φθινοπωρινό φως.Πλησίασα προς το παράθυρο και κοίταξα έξω στον ακάλυπτο.Αν το συνεχές μουρμουρητό της πόλης ακούγεται στους δρόμους που διασχίζουμε,στους ακάλυπτους ηχούν μεμονωμένοι ψίθυροι.Νοικοκυρές άπλωναν ρούχα στο ημίφως.Σε ένα σκοτεινό κτήριο που ορθωνόταν απέναντι,κάπου άναψε ένα φως.Φάνηκε ένα νεαρό κορίτσι.Κουβαλούσε έναν σωρό από χαρτιά και άρχισε να βγάζει φωτοτυπίες.Μάλλον θα ήταν κάποιο συγκρότημα γραφείων και αυτή ίσως δούλευε υπερωρία.Δεν απείχε πολύ από το παράθυρό μας,έτσι μπορούσα να διακρίνω τις μηχανικές της κινήσεις,πλήρως εναρμονισμένες με τον αυτοματισμό του φωτοτυπικού.Σε μια στιγμή σταμάτησε και άρχισε να κλαίει.Έριξα πάλι μια ματιά στο στενάχωρο δωμάτιο,στη γαλαζωπή οθόνη και ξανά σε αυτήν.Εικόνες σαν διφορούμενοι αντικατοπτρισμοί.Η ζωή που αναθεματίζεται και δεν εκτιμάται όσο πρέπει,η ζωή που θέτει δοκιμασίες και σε κλονίζει και αυτή που χάνεται,αφήνοντας πίσω της οδύνη και βασανιστικά αναπάντητο ένα γιατί.
Πάμε στο μάτι του κυκλώνα,πολύ ωραία το γράφει ο Καββαδίας στη 'Φάτα Μοργκάνα' του.Όχι όμως σαν έτοιμοι από καιρό,μιας και οι παράδοξες αντανακλάσεις θα εξακολουθούν να μας ξαφνιάζουν κάθε φορά,δίνοντας στην ανθρωπιά μια δεύτερη ευκαιρία.


Για τη Φάτα Μοργκάνα,εδώ

Tuesday, July 31, 2007

Summer on the Jukebox

Η πόλη σβήνει,σαν όνειρο την αυγή,στις μικρές σύρτεις διαγράφεται τώρα το αδιέξοδο. Μια αίσθηση τέλους την ώρα της αμφιλύκης,το κυπαρισσί χρώμα του νερού βάφει αυτό το στιγμιότυπο που δεν θα θαυμάσουμε ποτέ σε ιλουστρασιόν τουριστικούς οδηγούς.
Ξαφνικό μπουρίνι τ'απόγευμα,αδειάζει βιαστικά η πλαζ,εικόνα εγκατάλειψης,μ' άφησες σαν πόλη τουρκεμένη,έχουμε ήδη φύγει και δεν ακούμε το τραγούδι της έρημης παραλίας.Όμορφα μυρίζει το χώμα μετά τη βροχή,μόνο τη στιγμή μην αφήνεις αμνημόνευτη να χαθεί.Φύλαξε την κάπου,να την στερεώσεις.Μα τι να το κάνω το χαρτί και τ' άψυχο το σώμα,που συ έχεις φύγει μακριά και γω πονώ ακόμα.
Τα τραγούδια ξέρουν να πληγώνουν.Και να μας γιατρεύουν όμως ξανά.
Φωτεινή,μελωδική,ενίοτε μελαγχολική, pop και ύστερα το 'Cool Summer' του Bob Lind,το 'Θέρος' του Coti K,η φωνή της Ρένας Κουμιώτη,οι όλκιμες νότες στο κλαρίνο του Αριστόπουλου,για το τέλος ένα τραγούδι που λατρεύω,ένα τραγούδι για την Ελπίδα,μια λεπτή κοπέλα,έτσι όπως ακριβώς μας κάνουν το λάμδα και το γιώτα του ονόματός της να φανταζόμαστε,το soundtrack που επιλέγουμε κάνει διαφορετικά τα καλοκαίρια μας.
Ας είναι και έτσι,μου λες.Το ξημέρωμα θα μας βρίσκει το ίδιο αμήχανους.

Τότε μόνο ακούγεται μια ψαλμωδία:
Βγήκε τ' άστρο της αυγής
στο παράθυρο της γης
Βοσπορίτισσα κοιμάσαι
να ξεχνάς,να μη θυμάσαι

Γι' αυτά τα μάτια,καίει το καντήλι
λες κι είναι ελπίδα που 'χει ανατείλει
γι' αυτό το σώμα,τ άσπιλο σώμα
μέχρι και ο θάνατος πεθαίνει ακόμα
...
Το αλκοόλ θα με βοηθήσει να αγνοήσω την κρύα σιωπή που απλώνεται ανάμεσα στους στίχους,τα ένδοξα αυτά ερείπια ανέκκλητων διαπιστώσεων.Ούζο 'Πιτσιλαδή' και 'Kaiser',χιλιοστόλιτρα ευφορίας σε αδιάφορες ημέρες,διαθέσεις που λυγίζουν από εύπλαστες αλήθειες,μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;
Επίμονο τερέτισμα,δαιμόνιο μεσημβρινό,ο αέρας μέσα από τα φύλλα της συκαμινιάς,τα γέλια των φίλων,"ακόμα δεν ετοιμάστηκες;",ακούγεται χαρούμενη η φωνή από έξω,"ακόμα δεν κουράστηκες;",δεν ακούγεται η φωνή από μέσα,ο ιδρώτας κυλάει στο αλμυρισμένο κορμί και ο χρόνος το ίδιο.Κυλάει μέσα σε ένα όνειρο καλοκαιρινής ημέρας για να το οδηγήσει ξανά στο τέλος του.

Monday, July 09, 2007

Η λάθος ημερομηνία

Το Σάββατο ήμουν προσκεκλημένος σε γάμο.'Ηταν ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη ράθυμη αναμονή των διακοπών και η παρουσία αγαπημένων προσώπων υπήρξε ευεργετικό αντίβαρο για την αρνητική επίδραση που ασκούν πάνω μου παρόμοιες τελετές.
Ένα ηδύποτο ρουμπινί ήταν ό,τι έπρεπε για να ξεκινήσει το δύσκολο βράδυ,καθώς οι φορτωμένες με κάλπικο ενδιαφέρον ευχές των αυχμηρών προς τους εναπομείναντες μπεκιάρηδες,έκαναν κάθε φορά τις συνομήλικες και ανύπαντρες φίλες μου να αρπάζονται από μένα για να κρατηθούν σαν να είχαν δεχθεί ένα ξαφνικό χτύπημα.Αισθανόμουν στα γυμνά τους μπράτσα τις φλέβες να χτυπούν με δύναμη κάτω από το στιλπνό δέρμα,ακολουθώντας τους βίαιους παλμούς της καρδιάς τους και τις κοφτές ανάσες.
Σκεφτόμουν αυτή την παρέα που κάποτε θεωρούσε επαχθή δοκιμασία την επαφή με την πεζή πραγματικότητα,που αναλωνόταν σε ασκήσεις ύφους,ξεπατικωμένων από βιβλία ή ταινίες,ολοένα να λιγοστεύει,διατηρώντας μονάχα αμείωτη την πίστη της στο αλκοόλ.Ήμουν ήδη ζαλισμένος όταν άκουσα από ορισμένους συνδαιτυμόνες να μιλάνε για τους ευχάριστους οιωνούς που έκρυβε η σημερινή ημερομηνία,σύμφωνα με την αριθμολογία,τις κινήσεις των πλανητών και τον ζωδιακό κύκλο.Μισογέλασα σαρκαστικά τσιτάροντας Αντόρνο :"Τα ζώδια είναι η μεταφυσική των νηπίων",φροντίζοντας παράλληλα να αποκρύψω τεχνηέντως την δική μου επιστροφή στη νηπιακή ηλικία πριν λίγα χρόνια,όταν έναντι αδρής αμοιβής αποτάθηκα σε μέντιουμ ζητώντας συμβουλές για το μέλλον των Αιγόκερων με ωροσκόπο Σκορπιό.Φαιδρή κατάντια.
Άκουγα τώρα ότι η 07/07/07 ήταν μια σωστή επιλογή ημερομηνίας για γάμους για αυτό είχε σημειωθεί και αυξημένη τέλεση μυστηρίων.Υπολογίζονταν πως οι γαμήλιες τελετές ανέρχονταν σε κάποιες χιλιάδες,με την εκτίμηση ενός μέσου όρου καλεσμένων,αυτοί μπορούσαν να υπολογιστούν σε κάποια εκατομμύρια,οι ποσότητες οινοπνεύματος έφτανε κάποιους τόνους-ένα πλήθος στατιστικών στοιχείων που,διασκορπισμένα σε άχρηστες πληροφορίες,μας απομάκρυναν από το καθαυτό γεγονός -την ένωση των δύο σε ένα.
Έβλεπα τους νιόπαντρους και στο νου μου έφερνα διαρκώς ένα ρεφρέν των Cocorosie,ένα τρυφερό νανούρισμα για ενήλικες :"I 'll always be by your side".Καθώς το αλκοόλ κυλούσε ήρεμα επάνω στις λέξεις,άρχισα να νιώθω περισσότερο τον τόνο της γυναικείας φωνής.Αψύς και ταυτόχρονα απαλός,σαν την κάθε μία γουλιά,χωρίς όμως και την συνακόλουθη αναζήτηση της παραμυθίας μέσα σε αυτή.
Η αφοσίωση μπορεί να μην ψήλωσε ποτέ κανέναν,σίγουρα όμως τον βάθυνε.Ίσως κάπου να το έχω διαβάσει αυτό,δεν είμαι σίγουρος,μου άρεσε έτσι όπως ήρθε ακάλεστα να μου θυμίσει τον Χριστιανόπουλο:
"Αν δεν μπορείς να χτίσεις
μπορείς να σκάψεις
αν δεν μπορείς να γίνεις
μπορείς να είσαι".
Το πρώτο φως του ήλιου μάς βρήκε στους δρόμους,πρόθυμους να δοθούμε και ίσως λίγο σοφότερους.
Καθόμουν σήμερα,ήρεμος και ξεμέθυστος,άρα λιγότερο ευσυγκίνητος,και άκουγα τον Δεληβοριά να τραγουδάει για το καλοκαίρι που θα ΄ρθει.Και χωρίς να το καταλάβω χρυσαφένιοι δρόμοι μεταφέρθηκαν στο μπαλκόνι μου,μαζί και οι διαβάτες τους με τις θερινές τους οπτασίες.Αν βέβαια κάποιος θεωρούσε το πορτοκαλί πιο κατάλληλο χρώμα,δεν θα φέρναμε αντίρρηση,μόνο που θα διστάζαμε μη τυχόν και το θεωρήσουμε και εμείς χρώμα της παραφροσύνης όπως εκείνος ο ζωγράφος και κόβαμε το αυτί μας,ένα θέαμα καθόλου ευχάριστο,τουλάχιστον για το καλοκαίρι.
Μακάρι να ήμουν ο εξαιρετικός Χρίστος Παπαγεωργίου,ο οποίος μπορούσε να σε καθηλώσει αναλύοντας ένα αινιγματικά μετέωρο σολ του Σοπέν,για να σου πω με πιο χαρισματικό τρόπο πως αυτό το χτύπημα του Φοίβου στα πλήκτρα του πιάνου που βαθμιαία κλιμακώνει την ένταση του,ηχεί σαν τα αγχωμένα βήματα που ανεβαίνουν γρήγορα τις μισοσκότεινες κλίμακες των πολυκατοικιών κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ,μέχρι να ανοίξει η πόρτα του διαμερίσματος και να κλείσει το ίδιο βιαστικά,φυλακίζοντας πίσω της τους αναστεναγμούς που κανείς δεν θα ακούσει.Για τη λάθος ημερομηνία,
για όλα εκείνα τα βράδυα που θα τους λείπει η αγάπη.


(στη Ν. που μου έστειλε το τραγούδι).